-
1 τρωτός
-
2 τρωτος
-
3 τρωτός
τρωτόςvulnerable: masc nom sg -
4 τρωτός
τρωτός: vulnerable, Il. 21.568†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τρωτός
-
5 τρωτός
τρωτός, verwundet, verwundbar -
6 τρωτός
-
7 τρωτός
η, ό[ν] уязвимый -
8 τρωτός
[тротос] επ. уязвимый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τρωτός
-
9 τρωτός
[тротос] επ уязвимый. -
10 τρωτός
yaralanabilir!, duyarlı -
11 παιδό-τρωτος
παιδό-τρωτος, von den Kindern verwundet, παιδότρωτα πάϑεα προςμένει τοκεῦσι, Aesch. Eum. 473, blutig Leid von Kindeshänden bereitet.
-
12 πολύ-τρωτος
πολύ-τρωτος, viel verwundet, im Ggstz von ἄτρωτος, Polem. 2, 51.
-
13 σιδηρό-τρωτος
σιδηρό-τρωτος, mit Eisen verwundet, Schol. Il. 13, 323.
-
14 τενοντό-τρωτος
τενοντό-τρωτος, an einer Sehne verwundet, Galen.
-
15 καρδιό-τρωτος
καρδιό-τρωτος, am Herzen verwundet, Sp.
-
16 δύς-τρωτος
δύς-τρωτος, schwer zu verwunden, Plut. sol. anim. 35.
-
17 νευρό-τρωτος
νευρό-τρωτος, an den Sehnen, Flechsen verwundet, Galen.
-
18 νεό-τρωτος
νεό-τρωτος, frisch, eben erst verwundet, Ath. II, 41 c.
-
19 ἄ-τρωτος
ἄ-τρωτος, unverwundet, unverwundbar, καρδία Pind. N. 11, 10; παῖδες ϑεῶν I. 3, 18; οὖϑαρ Aesch. Ch. 525; vgl. Soph. O. C. 910; sp. D.; οὐδ' ἄτρωτα παρῆλϑον Strat. 7 (XII, 8); auch in Prosa, πολὺ μᾶλλον χρήμασιν ἢ σιδήρῳ Plat. Conv. 219 c; Dion. Hal.
-
20 ἑτοιμό-τρωτος
ἑτοιμό-τρωτος, leicht zu verwunden, Sp.
См. также в других словарях:
τρωτός — vulnerable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτός — ή, ό / τρωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που είναι δυνατόν να τραυματιστεί νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ευπαθής, αδύναμος 2. το ουδ. ως ουσ. το τρωτό ελάττωμα, ψεγάδι 3. φρ. «τρωτό σημείο» το αδύνατο σημείο, η αχίλλειος πτέρνα αρχ. πληγωμένος, τραυματίας.… … Dictionary of Greek
τρωτός — ή, ό 1. που μπορεί να τραυματιστεί. 2. ευπαθής, ευπρόσβλητος, αδύνατος: Το πεζικό είναι τρωτό από την αεροπορία. 3. το ουδ. ως ουσ., τρωτό μειονέκτημα, ελάττωμα, ατέλεια: Έχει πολλά τρωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρωτά — τρωτός vulnerable neut nom/voc/acc pl τρωτά̱ , τρωτός vulnerable fem nom/voc/acc dual τρωτά̱ , τρωτός vulnerable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτόν — τρωτός vulnerable masc acc sg τρωτός vulnerable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτοί — τρωτός vulnerable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτοῦ — τρωτός vulnerable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτούς — τρωτός vulnerable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτήν — τρωτός vulnerable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτῷ — τρωτός vulnerable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιότρωτος — καρδιότρωτος, ον (Μ) τραυματισμένος στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + τρωτος (< τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. μυό τρωτος, τενοντό τρωτος] … Dictionary of Greek