-
1 σιδηρό-τρωτος
σιδηρό-τρωτος, mit Eisen verwundet, Schol. Il. 13, 323.
-
2 σιδηρότρωτος
σῐδηρό-τρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηρότρωτος
-
3 σιδηρότρωτος
См. также в других словарях:
σιδηρότρωτος — ον, Α αυτός που πληγώθηκε με σίδηρο, με ξίφος ή με μάχαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τρωτός (< τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό τρωτος] … Dictionary of Greek