Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολύ-τρωτος

См. также в других словарях:

  • λογχότρωτος — λογχότρωτος, ον (Μ) πληγωμένος από λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + τρωτος (< τιτρώσκω), πρβλ. βελό τρωτος, πολύ τρωτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύτρωτος — ον, ΝΜ αυτός που φέρει πολλά τραύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρωτός (< τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. νεό τρωτος] …   Dictionary of Greek

  • Κρίσνα — Θεότητα του ινδουισμού. Θεωρείται αβατάρ, δηλαδή ενσάρκωση του θεού Βισνού. Ωστόσο, για πολλούς πιστούς, ο Κ. είναι ο ανώτατος θεός και σωτήρας του κόσμου, μη πεπερασμένος χρονικά και τοπικά. Σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση, ο Κ. καταγόταν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»