-
1 πολύ-τρωτος
πολύ-τρωτος, viel verwundet, im Ggstz von ἄτρωτος, Polem. 2, 51.
-
2 ἄ-τρωτος
ἄ-τρωτος, unverwundet, unverwundbar, καρδία Pind. N. 11, 10; παῖδες ϑεῶν I. 3, 18; οὖϑαρ Aesch. Ch. 525; vgl. Soph. O. C. 910; sp. D.; οὐδ' ἄτρωτα παρῆλϑον Strat. 7 (XII, 8); auch in Prosa, πολὺ μᾶλλον χρήμασιν ἢ σιδήρῳ Plat. Conv. 219 c; Dion. Hal.
-
3 πολύτρωτος
πολύ-τρωτος, ον,A with many wounds, Polem.Call. 50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτρωτος
-
4 πολύτρωτος
См. также в других словарях:
λογχότρωτος — λογχότρωτος, ον (Μ) πληγωμένος από λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + τρωτος (< τιτρώσκω), πρβλ. βελό τρωτος, πολύ τρωτος] … Dictionary of Greek
πολύτρωτος — ον, ΝΜ αυτός που φέρει πολλά τραύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρωτός (< τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. νεό τρωτος] … Dictionary of Greek
Κρίσνα — Θεότητα του ινδουισμού. Θεωρείται αβατάρ, δηλαδή ενσάρκωση του θεού Βισνού. Ωστόσο, για πολλούς πιστούς, ο Κ. είναι ο ανώτατος θεός και σωτήρας του κόσμου, μη πεπερασμένος χρονικά και τοπικά. Σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση, ο Κ. καταγόταν… … Dictionary of Greek