-
1 τρωτός
τρωτόςvulnerable: masc nom sg -
2 τρωτός
τρωτός: vulnerable, Il. 21.568†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τρωτός
-
3 τρωτός
-
4 τρωτά
τρωτόςvulnerable: neut nom /voc /acc plτρωτά̱, τρωτόςvulnerable: fem nom /voc /acc dualτρωτά̱, τρωτόςvulnerable: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 τρωτόν
τρωτόςvulnerable: masc acc sgτρωτόςvulnerable: neut nom /voc /acc sg -
6 τρωτοί
τρωτόςvulnerable: masc nom /voc pl -
7 τρωτούς
τρωτόςvulnerable: masc acc pl -
8 τρωτήν
τρωτόςvulnerable: fem acc sg (attic epic ionic) -
9 τρωτού
-
10 τρωτοῦ
-
11 τρωτώ
-
12 τρωτῷ
-
13 δύστρωτος
δύσ-τρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύστρωτος
-
14 καρδιότρωτος
καρδῐό-τρωτος, ον,A wounded in the heart, Gal.1.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρδιότρωτος
-
15 μηνιγγότρωτος
μηνιγγό-τρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηνιγγότρωτος
-
16 Μυότρωτος
A hurt in the muscles, Dsc.1.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μυότρωτος
-
17 νεότρωτος
A lately wounded or hurt, Hp.Fract.28; ν. ἕλκη, τὰ ν. τῶν ἑλκῶν, fresh sores, Id.Liqu.4, Dsc.4.114 (v.l.), cf. Gal.10.257.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεότρωτος
-
18 νευρότρωτος
νευρό-τρωτος, ον,A wounded in the sinews or tendons, Dsc.1.58, Androm. ap. Gal.13.419, Gal.13.563, Alex.Aphr.Pr.1.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νευρότρωτος
-
19 πολύτρωτος
πολύ-τρωτος, ον,A with many wounds, Polem.Call. 50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτρωτος
-
20 σιδηρότρωτος
σῐδηρό-τρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηρότρωτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τρωτός — vulnerable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτός — ή, ό / τρωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που είναι δυνατόν να τραυματιστεί νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ευπαθής, αδύναμος 2. το ουδ. ως ουσ. το τρωτό ελάττωμα, ψεγάδι 3. φρ. «τρωτό σημείο» το αδύνατο σημείο, η αχίλλειος πτέρνα αρχ. πληγωμένος, τραυματίας.… … Dictionary of Greek
τρωτός — ή, ό 1. που μπορεί να τραυματιστεί. 2. ευπαθής, ευπρόσβλητος, αδύνατος: Το πεζικό είναι τρωτό από την αεροπορία. 3. το ουδ. ως ουσ., τρωτό μειονέκτημα, ελάττωμα, ατέλεια: Έχει πολλά τρωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρωτά — τρωτός vulnerable neut nom/voc/acc pl τρωτά̱ , τρωτός vulnerable fem nom/voc/acc dual τρωτά̱ , τρωτός vulnerable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτόν — τρωτός vulnerable masc acc sg τρωτός vulnerable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτοί — τρωτός vulnerable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτοῦ — τρωτός vulnerable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτούς — τρωτός vulnerable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτήν — τρωτός vulnerable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτῷ — τρωτός vulnerable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιότρωτος — καρδιότρωτος, ον (Μ) τραυματισμένος στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + τρωτος (< τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. μυό τρωτος, τενοντό τρωτος] … Dictionary of Greek