Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄ-κυμος

См. также в других словарях:

  • πεντακυμία — ἡ, Α πέντε κύματα αλλεπάλληλα, δηλ. μεγάλη τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κυμία (< κυμος < κῦμα), λ. πλασμένη κατά το τρι κυμία] …   Dictionary of Greek

  • προκυμαία — η, ΝΜ, και προκυμία Α νεοελλ. παραλία λιμανιού που προστατεύεται από τα κύματα με κρηπίδωμα νεοελλ. αρχ. τεχνικό έργο σε λιμάνια για να τά προστατεύει από τα κύματα και να επιτρέπει το ασφαλές πλεύρισμα τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προκυμία < προ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»