Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κυμώ

См. также в других словарях:

  • Κυμώ — Κυμώ, οῡς, ἡ (Α) [κύμα] (όν. Νηρηίδας) η γεμάτη από κύματα …   Dictionary of Greek

  • Κυμώ — Κῡμώ , Κυμώ fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cymo — CYMO, us, Gr. Κυμὼ, ους, (⇒ Tab. IV.) des Nereus und der Doris Tochter, eine von den bekannten Meernymphen. Hesiod. Theog. v. 255. Sieh Nereides …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Liste kretischer Inseln —  Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder …   Deutsch Wikipedia

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»