-
1 πολεμό-κραντος
πολεμό-κραντος, den Krieg entscheidend, vollendend, τέλος, Aesch. Spt. 146.
-
2 δημό-κραντος
δημό-κραντος, ἀρά, vom Volk bestätigt, Aesch. Ag. 445.
-
3 μοιρό-κραντος
μοιρό-κραντος, von der Möre, vom Schicksal vollendet, bestimmt, ἦμαρ, Aesch. Ch. 603, ϑεσμός, Eum. 370.
-
4 θεό-κραντος
θεό-κραντος, von Gott vollendet, Aesch. Ag. 1499; Christod. ecphr. 98.
-
5 Πῡθό-κραντος
Πῡθό-κραντος, vom Pythischen Gotte bestätigt, vom Orakel bestimmt, καὶ γὰρ τὰ Πυϑόκραντα δυςμαϑῆ δ' ὅμως, Aesch. Ag. 1255.
-
6 ἄ-κραντος
ἄ-κραντος, unvollendet, nicht in Erfüllung gehend, Pind. ἐλπίδες P. 3, 23; ἔπεα Ol. 1, 86; ἄκραντα γαρύειν Ol. 2, 96, wie Aesch. βάζειν Ch. 869 (vgl. ἄκραντα ἠκούσατε Eur. Iph. T. 520; Bacch. 1229); τέχναι Κάλχαντος Ag. 240; νύξ Ch. 63, unendliche oder tiefe Nacht; ἄκραντα adv., ὁρμᾶν Eur. Bacch. 435; βακχεύειν Herc. Fur. 897.
-
7 δημό-κρᾱτος
δημό-κρᾱτος, f. L. für δημό-κραντος.
-
8 ακραντος
-
9 δημοκραντος
-
10 θεοκραντος
-
11 μοιροκραντος
-
12 πολεμοκραντος
-
13 πυθοκραντος
2возвещенный Аполлоном Пифийским -
14 θεόκραντος
θεό-κραντος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόκραντος
-
15 μοιρόκραντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιρόκραντος
-
16 πολεμόκραντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμόκραντος
-
17 Πυθόκραντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πυθόκραντος
-
18 ἂκραντος
ἂ-κραντος, - unvollendet, nicht in Erfüllung gehend (unendliche od. tiefe Nacht) -
19 δημόκραντος
δημό-κραντος, ἀρά, vom Volk bestätigt -
20 θεόκραντος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θεόκραντος — θεόκραντος, ον (Α) αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ οὐ θεόκραντόν έστιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. δημό κραντος, πολεμό κραντος] … Dictionary of Greek
μοιρόκραντος — μοιρόκραντος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που προσδιορίστηκε, που αποφασίστηκε από τη Μοίρα, μοιραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. θεό κραντος, πολεμό κραντος] … Dictionary of Greek
πολεμόκραντος — ον, Α αυτός που τερματίζει τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κραντος (< κραίνω «κρίνω, τερματίζω»), πρβλ. δημό κραντος] … Dictionary of Greek
πυθόκραντος — ον, Α 1. αυτός που τελέστηκε ή βεβαιώθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυθόκραντα οι πυθικοί χρησμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + κραντος (< κραίνω «εκτελώ, πραγματοποιώ»), πρβλ. μοιρό κραντος] … Dictionary of Greek
δημόκραντος — δημόκραντος, ον (Α) αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ ἀρᾱς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + κραντος < κραίνω «φέρω κάτι σε πέρας, εκπληρώνω»] … Dictionary of Greek