-
1 πολεμοκραντος
-
2 πολεμόκραντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμόκραντος
-
3 πολεμόκραντος
πολεμό-κραντος, den Krieg entscheidend, vollendend -
4 πολεμόκραντον
πολεμόκραντοςfinishing war: masc /fem acc sgπολεμόκραντοςfinishing war: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
πολεμόκραντος — ον, Α αυτός που τερματίζει τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κραντος (< κραίνω «κρίνω, τερματίζω»), πρβλ. δημό κραντος] … Dictionary of Greek
πολεμόκραντον — πολεμόκραντος finishing war masc/fem acc sg πολεμόκραντος finishing war neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek