-
1 πυθοκραντος
2возвещенный Аполлоном Пифийским -
2 Πυθόκραντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πυθόκραντος
-
3 Πῡθόκραντος
Πῡθό-κραντος, vom Pythischen Gotte bestätigt, vom Orakel bestimmt -
4 Πυθόκραντα
Πῡθόκραντα, Πυθόκραντοςconfirmed by the Pythian god: neut nom /voc /acc pl -
5 πυθόκραντα
πῡθόκραντα, Πυθόκραντοςconfirmed by the Pythian god: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
πυθόκραντος — ον, Α 1. αυτός που τελέστηκε ή βεβαιώθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυθόκραντα οι πυθικοί χρησμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + κραντος (< κραίνω «εκτελώ, πραγματοποιώ»), πρβλ. μοιρό κραντος] … Dictionary of Greek
Πυθόκραντα — Πῡθόκραντα , Πυθόκραντος confirmed by the Pythian god neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυθόκραντα — πῡθόκραντα , Πυθόκραντος confirmed by the Pythian god neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)