Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πυθόκραντος

См. также в других словарях:

  • πυθόκραντος — ον, Α 1. αυτός που τελέστηκε ή βεβαιώθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυθόκραντα οι πυθικοί χρησμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + κραντος (< κραίνω «εκτελώ, πραγματοποιώ»), πρβλ. μοιρό κραντος] …   Dictionary of Greek

  • Πυθόκραντα — Πῡθόκραντα , Πυθόκραντος confirmed by the Pythian god neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυθόκραντα — πῡθόκραντα , Πυθόκραντος confirmed by the Pythian god neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»