-
1 δικός
η, ό 1.1) свой, собственный;δικός μου (σου, του, μας κ.λ.π.) — мой (твой, его, наш и т. д.);
είναι δική του γνώμη — это — его собственное мнение;
2) свой, близкий, родной (о человеке);θα στείλω δικους μου ανθρώπους — я пошлю своих людей;
πώς είναι οι δικοί σου; — как твой родные?;
2.1) (ο) родственник; 2):τα δικά — заботы;
ο καθένας έχει τα δικά του — у каждого свои заботы;
§ έχει το δικό του — он хорошо обеспечен
-
2 αδικος
21) несправедливый, неправильно поступающий(ἔς τινα Her., тж. πρός и περί τινα Xen., Plat.)
περιπίπτειν ἀδίκοισι γνώμῃσι Her. — быть жертвой несправедливых приговоров;ἄδικα ἐργα Her. и χεῖρες ἄδικοι Xen. — обиды, насилия;ἄρχειν χειρῶν ἀδίκων Xen., Dem. — прибегать к насилию первым, быть обидчиком2) неправедный, неправый, нечестный(φρόνημα Aesch.; φρένες Soph.)
πλοῦτος ἄ. Isocr. — нечестно нажитое богатство3) незаконный4) плохой, негодный(οἰκέτης, ἵππος Xen.)
5) свободный от судебных заседаний, неприсутственный (лат. nefastus)(ἡμέρα Luc.)
-
3 αναδικος
2юр. подлежащий новому рассмотрению(δίκη Plat., Dem.)
τὸν ψῆφον ἀνάδικον καθιστάναι Dem. — вынести решение о пересмотре дела -
4 αντιδικος
ὅ1) юридическая сторона Plat., Aeschin.2) обвинитель, истец Lys.3) противник, враг(Πριάμου ἀ. Μενέλαος Aesch.)
-
5 αποινοδικος
-
6 αυτοδικος
-
7 βαρυδικος
-
8 δωσιδικος
2предоставляющий споры на разрешение суда, т.е. воздерживающийся от самоуправства Her., Polyb. -
9 εκδικος
I21) беззаконный, нечестивый(ἀνήρ Soph., Eur.)
ἔκδικα πάσχειν Aesch. — незаслуженно страдать2) несущий возмездие, карающий, мстящий(χρονος Anth.)
αἱ Ἰβύκου ἔκδικοι (sc. γέρανοι) Plut. — отмстившие за Ивика журавлиIIὅ (= σύνδικος См. συνδικος, лат. cognitor civitatis) юр. экдик, представитель государственных интересов, прокурор Cic., Plin.J. -
10 ενδικος
21) справедливый, законный, правильный, заслуженный(χάρις Pind.; ὄνειδος Aesch.; σφαγαί Soph.)
τὰ πάντων ἔχειν ἐνδικώτατα Soph. — иметь величайшее право (на что-л.);ἔπραξεν ἔνδικα Eur. — он понес заслуженное наказание;τὸ μέ ἔνδικον Soph. — несправедливость2) справедливый, соблюдающий законы, праведный(πόλις Plat.)
οὔποτε προέξουσι οἱ κακοὴ τῶν ἐνδίκων Soph. — преступники никогда не будут иметь преимущества над честными людьми -
11 επιδικος
I21) юр. требуемый по суду, являющийся предметом судебного спора(κλῆρος Isae., Dem.)
2) спорный, оспариваемый(νίκη Plut.)
IIἥ юр. наследница ( на руку и на имущественные права которой заявлена судебная претензия) Isae., Dem. -
12 ευθυδικος
-
13 καταδικος
2признанный виновным, осужденный(φυγῆς, θανάτου Diod.; κελεῦσαι τὸν κατάδικον ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου προαχθῆναι Plut.)
-
14 λαοδικος
-
15 πανδικος
-
16 προδικος
I2уже подвергнутый обсуждению, рассмотренный(δίκη Arph.)
IIὅ1) (право)заступник, защитник Aesch.2) (преимущ. в Спарте) опекун несовершеннолетнего царя Xen., Plut. -
17 συνδικος
Iὅ, редко ἥ1) защитник, заступник Aesch., Pind.2) член суда(μάρτυρες ἅμα καὴ σύνδικοι Plat.)
3) синдик (в Афинах, член коллегии, на которую была возложена защита государственных интересов и законов, в частности - отстаивание старых законов при внесении к ним поправок и изменений Dem., защита интересов Афин в Амфиктионийском совете Dem. и, после свержения Тридцати тираннов, решение вопросов о конфискованных имуществах Lys.)II2находящийся в общем владении, общий(κτέανον Pind.)
-
18 υπερδικος
21) в высшей степени справедливыйτὰ σκληρά, κἂν ὑπέρδικ΄ ᾖ, δάκνει Soph. — жестокие слова, как бы они справедливы ни были, причиняют боль
2) охраняющий справедливость, т.е. несущий справедливое возмездие(Νέμεσις Pind.)
-
19 υποδικος
2подлежащий ответственности, виновный Lys. etc.ὑ. τινος Aesch., Plat., Dem. — несущий ответственность за что-л., обвиняемый в чем-л.;
-
20 φιλοδικος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δικός — και ιδικός και εδικός, ή και ιά, ό (AM ιδικός, ή, όν) ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία 1. συγγενής, οικείος, στενός φίλος 2. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του ή της, μας, σας, τους) (για πρόσ.) συγγενής ή στενός φίλος, συνεργάτης κ.λπ. 3. (με… … Dictionary of Greek
δικός — ή, ό 1. συγγενής ή φίλος: Είμαστε πολύ δικές με την Ελένη. 2. μαζί με τις προσωπικές αντωνυμίες μου, σου, του, μας, σας, τους, μετατρέπεται σε κτητική αντωνυμία: Αυτό το γραφείο είναι δικό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εός — ἐός, ή, όν (Α) 1. (κτητ. αντων. γ εν. προσ.) δικός του, της, του 2. (κτητ. αντων. γ πληθ. προσ.) δικός τους 3. δικός μου 4. δικός σου 5. δικός μας 6. δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε] … Dictionary of Greek
σφέτερος — έρα, ον, Α (κτητ. αντων.) 1. (γ πληθ. πρόσ.) δικός τους («φρόνεον δὲ μάλιστα ἄστυ ποτὶ σφέτερον ἐρύειν», Ομ. Ιλ.) 2. (γ εν. πρόσ.) δικός του («ἠστόχει δὲ τῆς σφετέρας προαιρέσεως», Πολ.) 3. (β πληθ. πρόσ.) δικός σας 4. (β εν. πρόσ.) δικός σου 5.… … Dictionary of Greek
σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
εδικός — (I) ή, ό και ιδικός, ή, ό και δικός, ή, ό (Μ ἐδικός, ή, όν και δικός, ή, όν και ἰδικός, ή, όν) δικός, ιδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δικός]. (II) ή, ό [Έδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Έδα, έργο τής παλαιάς ισλανδικής φιλολογίας … Dictionary of Greek
εύδικος — εὔδικος, ον (Α) δίκαιος, χρηστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δικος (< δίκη), πρβλ. ά δικος, φιλό δικος, φυγό δικος] … Dictionary of Greek
σφωΐτερος — (I) τέρα, ον, Α 1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.) 2. (και για το β εν. πρόσ.) ο δικός σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. τερος (πρβλ. ἡμέ… … Dictionary of Greek
ευθύδικος — η, ο (ΑΜ εὐθύδικος, ον) αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύδικον η ευθυδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + δικος < δίκη (πρβλ. ά δικος, κατά δικος)] … Dictionary of Greek
εχθόσδικος — ἐχθόσδικος, ἡ (Α) επιγρ. φρ. «ἐχθόσδικος δίκα» δίκη εναντίον ξένου, αλλοδαπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + δικος (< δίκη), πρβλ. έν δικος, φυγό δικος] … Dictionary of Greek
θεοδικία — η 1. η κρίση τού θεού για την ενοχή ή την αθωότητα τού κατηγορουμένου η οποία εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια 2. η δικαίωση τού θεού για τη δημιουργία τού κακού στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. judicium dei < θεο… … Dictionary of Greek