Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

φιλόδικος

См. также в других словарях:

  • φιλόδικος — litigious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόδικος — η, ο / φιλόδικος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσουν οι δίκες, αυτός που καταφεύγει συχνά στα δικαστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δικος (< δίκη), πρβλ. βαρύ δικος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόδικος — η, ο αυτός που αγαπάει τις δίκες, που του αρέσει να έχει δικαστικές διαφορές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλόδικον — φιλόδικος litigious masc/fem acc sg φιλόδικος litigious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοδικώτατος — φιλόδικος litigious masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοδίκοις — φιλόδικος litigious masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοδίκου — φιλόδικος litigious masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοδίκους — φιλόδικος litigious masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοδίκων — φιλόδικος litigious masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοδίκῳ — φιλόδικος litigious masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόδικοι — φιλόδικος litigious masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»