-
1 φιλοδικος
-
2 φιλόδικος
ος, ο[ν] 1. сутяжнический, сутяжный;2. (ο, η) сутяга
См. также в других словарях:
φιλόδικος — litigious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόδικος — η, ο / φιλόδικος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσουν οι δίκες, αυτός που καταφεύγει συχνά στα δικαστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δικος (< δίκη), πρβλ. βαρύ δικος] … Dictionary of Greek
φιλόδικος — η, ο αυτός που αγαπάει τις δίκες, που του αρέσει να έχει δικαστικές διαφορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόδικον — φιλόδικος litigious masc/fem acc sg φιλόδικος litigious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδικώτατος — φιλόδικος litigious masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδίκοις — φιλόδικος litigious masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδίκου — φιλόδικος litigious masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδίκους — φιλόδικος litigious masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδίκων — φιλόδικος litigious masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδίκῳ — φιλόδικος litigious masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόδικοι — φιλόδικος litigious masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)