-
1 αντιδικος
ὅ1) юридическая сторона Plat., Aeschin.2) обвинитель, истец Lys.3) противник, враг(Πριάμου ἀ. Μενέλαος Aesch.)
-
2 ἀντίδικος
{сущ., 5}соперник, противник.Ссылки: Мф. 5:25; Лк. 12:58; 18:3; 1Пет. 5:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀντίδικος
-
3 αντίδικος
{сущ., 5}соперник, противник.Ссылки: Мф. 5:25; Лк. 12:58; 18:3; 1Пет. 5:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αντίδικος
-
4 αντίδικος
ος, ον 1.1) юр. противный (о тяжущейся стороне); 2) противный, противоположный; враждебный; 3) упрямый, строптивый; противный; 2. (ο) юр. противная, тяжущаяся сторона, одна из (тяжущихся) сторон -
5 ἀντίδικος
соперник, противник.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀντίδικος
-
6 ἀντίδικος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀντίδικος
-
7 πλευρά
η1) сторона, бок;πλευρά πλοίου — борт;
από τίς δυό πλευρές — по обе стороны, по обеим сторонам;
απ' την άλλη πλευρά — с другой стороны;
απ' όλες τίς πλευρές — со всех сторон;
2) сторона (в споре, переговорах и т. п.);αντίδικος πλευρά юр. — противная сторона;
3) склон (горы);4) точка зрения, аспект;απ' αυτήν την πλευρά — с этой точки зрения, в этом аспекте;
εξετάζω απ' όλες τίς πλευρές — рассматривать со всех сторон, всесторонне;
5) фланг, крыло;6) ребро;§ η άλλη πλευρά τού νομίσματος — оборотная сторона медали
-
8 476
{сущ., 5}соперник, противник.Ссылки: Мф. 5:25; Лк. 12:58; 18:3; 1Пет. 5:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 476
См. также в других словарях:
ἀντίδικος — opponent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίδικος — ο (Α ἀντίδικος, ον) ο αντίπαλος σε δίκη, ο καθένας από τους δύο διαδίκους αρχ. 1. ο εναγόμενος, ο κατηγορούμενος 2. ο μηνυτής, ο ενάγων 3. ο εχθρός, ο αντίπαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δικος < δίκη] … Dictionary of Greek
αντίδικος — η, ο αντίπαλος σε δικαστικό αγώνα: Οι δύο αντίδικοι δεν ήθελαν να συμβιβαστούν, όπως πρότεινε ο πρόεδρος του δικαστηρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντίδικον — ἀντίδικος opponent masc/fem acc sg ἀντίδικος opponent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδίκοιν — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδίκοις — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδίκου — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδίκους — ἀντίδικος opponent masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδίκων — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδίκῳ — ἀντίδικος opponent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίδικα — ἀντίδικος opponent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)