-
61 μεγαλάδικος
μεγαλ-ά-δικος, in großen Sachen Unrecht tuend, im Ggstz von μικραδικητής -
62 μεσόδικος
-
63 μῑσόδικος
μῑσό-δικος, Rechtshändel, Prozesse hassend, im Ggstz von φιλόδικος -
64 παλίνδικος
-
65 πάνδικος
πάν-δικος, ganz gerecht; adv., mit allem Rechte, durchaus gerecht -
66 πανένδικος
-
67 παντάδικος
-
68 πεισίδικος
-
69 πολύδικος
πολύ-δικος, von oder mit vielen Rechtshändeln, streitsüchtig -
70 πρόδικος
πρό-δικος, vorher gerichtet; δίκη, ein Rechtshandel, der einem Schiedsrichter vorgelegt und entschieden ist, bevor man sich an ein Gericht wendet; auch der vor allen anderen zuerst vorgenommene Rechtshandel; ὁ πρόδ., der Schiedsrichter; übh. Rechtsprecher, Herrscher; Vormund; bes. in Sparta, Vormund der unmündigen Könige -
71 σιδηροκατάδικος
-
72 σύνδικος
σύν-δικος, einem vor Gericht beistehend, der Sachwalter; gemeinsam zukommend, zugehörig; aber τύμβος, = Zeugnis ablegend, für ihn sprechend. In Athen hießen σύνδικοι die nach der Vertreibung der dreißig Tyrannen eingeführten Fiskale des Staates, welche über eingezogene Güter und Konfiscationen entschieden. Adv. gerecht -
73 ὑπέρδικος
ὑπέρ-δικος, (1) überaus gerecht; (2) über das Recht waltend, es verteidigend, beschützend; ὁ ὑπέρδικος, der Rechtsbeistand -
74 ὑπόδικος
ὑπό-δικος, verklagt, schuldig; ὑπόδικος ϑέλει γενέσϑαι χερῶν, er will sich Recht sprechen lassen; ὑπόδικος τῷ παϑόντι ἔστω, im Gesetz -
75 φιλόδικος
φιλό-δικος, Rechtshändel liebend, prozesssüchtig, streitsüchtig, zanksüchtig -
76 χειροδίκης
χειρο-δίκης, ὁ, u. χειρό-δικος, (1) der sein Recht mit den Händen geltend macht, das Faustrecht übt; (2) der das Recht handhabt, verwaltet
См. также в других словарях:
δικός — και ιδικός και εδικός, ή και ιά, ό (AM ιδικός, ή, όν) ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία 1. συγγενής, οικείος, στενός φίλος 2. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του ή της, μας, σας, τους) (για πρόσ.) συγγενής ή στενός φίλος, συνεργάτης κ.λπ. 3. (με… … Dictionary of Greek
δικός — ή, ό 1. συγγενής ή φίλος: Είμαστε πολύ δικές με την Ελένη. 2. μαζί με τις προσωπικές αντωνυμίες μου, σου, του, μας, σας, τους, μετατρέπεται σε κτητική αντωνυμία: Αυτό το γραφείο είναι δικό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εός — ἐός, ή, όν (Α) 1. (κτητ. αντων. γ εν. προσ.) δικός του, της, του 2. (κτητ. αντων. γ πληθ. προσ.) δικός τους 3. δικός μου 4. δικός σου 5. δικός μας 6. δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε] … Dictionary of Greek
σφέτερος — έρα, ον, Α (κτητ. αντων.) 1. (γ πληθ. πρόσ.) δικός τους («φρόνεον δὲ μάλιστα ἄστυ ποτὶ σφέτερον ἐρύειν», Ομ. Ιλ.) 2. (γ εν. πρόσ.) δικός του («ἠστόχει δὲ τῆς σφετέρας προαιρέσεως», Πολ.) 3. (β πληθ. πρόσ.) δικός σας 4. (β εν. πρόσ.) δικός σου 5.… … Dictionary of Greek
σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
εδικός — (I) ή, ό και ιδικός, ή, ό και δικός, ή, ό (Μ ἐδικός, ή, όν και δικός, ή, όν και ἰδικός, ή, όν) δικός, ιδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δικός]. (II) ή, ό [Έδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Έδα, έργο τής παλαιάς ισλανδικής φιλολογίας … Dictionary of Greek
εύδικος — εὔδικος, ον (Α) δίκαιος, χρηστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δικος (< δίκη), πρβλ. ά δικος, φιλό δικος, φυγό δικος] … Dictionary of Greek
σφωΐτερος — (I) τέρα, ον, Α 1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.) 2. (και για το β εν. πρόσ.) ο δικός σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. τερος (πρβλ. ἡμέ… … Dictionary of Greek
ευθύδικος — η, ο (ΑΜ εὐθύδικος, ον) αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύδικον η ευθυδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + δικος < δίκη (πρβλ. ά δικος, κατά δικος)] … Dictionary of Greek
εχθόσδικος — ἐχθόσδικος, ἡ (Α) επιγρ. φρ. «ἐχθόσδικος δίκα» δίκη εναντίον ξένου, αλλοδαπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + δικος (< δίκη), πρβλ. έν δικος, φυγό δικος] … Dictionary of Greek
θεοδικία — η 1. η κρίση τού θεού για την ενοχή ή την αθωότητα τού κατηγορουμένου η οποία εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια 2. η δικαίωση τού θεού για τη δημιουργία τού κακού στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. judicium dei < θεο… … Dictionary of Greek