-
41 ἀνεπίδικος
ἀν-επί-δικος, nicht streitig, unbestritten, bes. von Erbschaften; ἡ ἀνεπίδικος, eine hinterlassene Tochter, über deren Vermögen zwischen Verwandten nicht gerichtlich entschieden ist -
42 ἀντίδικος
ἀντί-δικος, der Gegner vor Gericht; öfter bei den Rednern; übh. Feind -
43 ἀνυπόδικος
-
44 ἀποινόδικος
-
45 ἀρχίδικος
-
46 αὐτόδικος
αὐτό-δικος, eigene Gerichtsbarkeit habend, sich selbst u. nach eigenen Gesetzen richtend -
47 βαρύδικος
-
48 διάδικος
διά-δικος, ὁ, der Prozessierende; der Gegner -
49 δικαιάδικος
δικαι-ά-δικος, ὁ, der nicht gerecht u. nicht ungerecht ist -
50 δωσίδικος
δωσί-δικος, sich der Gerechtigkeit übergebend, dem Rechte sich unterwerfend, im Ggstz der Selbsthilfe -
51 ἔκδικος
-
52 ἔνδικος
ἔν-δικος, dem Rechte gemäß, gerecht, rechtmäßig; δάπτει δὲ καὶ τὸ μὴ ' νδικον, die ungerechte Beschuldigung; τὰ πάντων εἶχον ἐνδικώτατα, das größte Recht haben. Von Menschen: gerecht; πόλις, in der Gerechtigkeit gehandhabt wird; ἡμέρα, Gerichtstag -
53 ἐπίδικος
ἐπί-δικος, worauf man ein Recht hat, vor Gericht Ansprüche machen kann, bes. von Erbschaften u. Erbtöchtern; ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ κλήρῳ καταλελειμμένη ὀρφανή, μὴ ὄντος αὐτῇ ἀδελφοῦ, eine Erbinn, um welche die nächsten Verwandten vor Gericht streiten, wer den nächsten Anspruch auf ihre Hand u. ihr Vermögen hat. Übh. bestritten, νίκη, νίκημα, ein streitiger Sieg; δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον δημόταις, ich übergebe mich dem Richterspruche der Bürger -
54 εὐθύδικος
εὐθύ-δικος, gerad, gerecht richtend, gerecht -
55 ἰθυδίκης,
ἰθυ-δίκης, u. ίθύ-δικος, gerade, gerecht richtend -
56 ίθύδικος
ἰθυ-δίκης, u. ίθύ-δικος, gerade, gerecht richtend -
57 κατάδικος
κατά-δικος, für schuldig erklärt, verurteilt -
58 κοινόδικος
-
59 λᾱόδικος
-
60 λῡσίδικος
См. также в других словарях:
δικός — και ιδικός και εδικός, ή και ιά, ό (AM ιδικός, ή, όν) ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία 1. συγγενής, οικείος, στενός φίλος 2. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του ή της, μας, σας, τους) (για πρόσ.) συγγενής ή στενός φίλος, συνεργάτης κ.λπ. 3. (με… … Dictionary of Greek
δικός — ή, ό 1. συγγενής ή φίλος: Είμαστε πολύ δικές με την Ελένη. 2. μαζί με τις προσωπικές αντωνυμίες μου, σου, του, μας, σας, τους, μετατρέπεται σε κτητική αντωνυμία: Αυτό το γραφείο είναι δικό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εός — ἐός, ή, όν (Α) 1. (κτητ. αντων. γ εν. προσ.) δικός του, της, του 2. (κτητ. αντων. γ πληθ. προσ.) δικός τους 3. δικός μου 4. δικός σου 5. δικός μας 6. δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε] … Dictionary of Greek
σφέτερος — έρα, ον, Α (κτητ. αντων.) 1. (γ πληθ. πρόσ.) δικός τους («φρόνεον δὲ μάλιστα ἄστυ ποτὶ σφέτερον ἐρύειν», Ομ. Ιλ.) 2. (γ εν. πρόσ.) δικός του («ἠστόχει δὲ τῆς σφετέρας προαιρέσεως», Πολ.) 3. (β πληθ. πρόσ.) δικός σας 4. (β εν. πρόσ.) δικός σου 5.… … Dictionary of Greek
σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
εδικός — (I) ή, ό και ιδικός, ή, ό και δικός, ή, ό (Μ ἐδικός, ή, όν και δικός, ή, όν και ἰδικός, ή, όν) δικός, ιδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δικός]. (II) ή, ό [Έδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Έδα, έργο τής παλαιάς ισλανδικής φιλολογίας … Dictionary of Greek
εύδικος — εὔδικος, ον (Α) δίκαιος, χρηστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δικος (< δίκη), πρβλ. ά δικος, φιλό δικος, φυγό δικος] … Dictionary of Greek
σφωΐτερος — (I) τέρα, ον, Α 1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.) 2. (και για το β εν. πρόσ.) ο δικός σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. τερος (πρβλ. ἡμέ… … Dictionary of Greek
ευθύδικος — η, ο (ΑΜ εὐθύδικος, ον) αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύδικον η ευθυδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + δικος < δίκη (πρβλ. ά δικος, κατά δικος)] … Dictionary of Greek
εχθόσδικος — ἐχθόσδικος, ἡ (Α) επιγρ. φρ. «ἐχθόσδικος δίκα» δίκη εναντίον ξένου, αλλοδαπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + δικος (< δίκη), πρβλ. έν δικος, φυγό δικος] … Dictionary of Greek
θεοδικία — η 1. η κρίση τού θεού για την ενοχή ή την αθωότητα τού κατηγορουμένου η οποία εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια 2. η δικαίωση τού θεού για τη δημιουργία τού κακού στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. judicium dei < θεο… … Dictionary of Greek