-
1 χειρό-δικος
χειρό-δικος, = Vorigem, Nicet., zw.
-
2 χειροδίκης
χειρο-δίκης, ὁ, u. χειρό-δικος, (1) der sein Recht mit den Händen geltend macht, das Faustrecht übt; (2) der das Recht handhabt, verwaltet
См. также в других словарях:
κοσμοδικία — η λογική και ηθική μελέτη τού κόσμου και των νόμων που τόν διέπουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + δικία (< δικος < δίκη), πρβλ. φυγο δικία, χειρο δικία] … Dictionary of Greek