-
1 παν-έν-δικος
παν-έν-δικος, ganz gerecht, Sp.
-
2 πάν-δικος
-
3 πανένδικος
-
4 πάνδικος
πάν-δικος, ganz gerecht; adv., mit allem Rechte, durchaus gerecht
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πάνδικος — ον, Α δίκαιος ως προς όλα, πάρα πολύ δίκαιος (α. «πάνδικον σέβας», Αισχύλ. β. «πανδίκῳ φρενί», Σοφ.). επίρρ... πανδίκως με πάνδικο τρόπο, με όλο το δίκαιο, δικαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δικος (< δίκη), πρβλ. ευθύ δικος] … Dictionary of Greek