Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄ-γνᾰφος

См. также в других словарях:

  • γνάφος — και κνάφος, ο (Α) [κνάπτω] 1. το αγκαθωτό φυτό δίψακος ο γναφευτικός 2. χτένι τών μαλλιών, χτένι χρήσιμο για κατεργασία ερίων 3. βασανιστήριο όργανο σε σχήμα χτενιού …   Dictionary of Greek

  • πρωτόγναφος — ον, Α (για δέρματα) αυτός που πρόσφατα υπέστη κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα» κατ επίδραση του κνάφος), πρβλ. ά γναφος, επί γναφος] …   Dictionary of Greek

  • ψιλάγναφος — ὁ, Α πιθ. καθαριστής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλαί (περσικαί) «περσικοί τάπητες» + γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα», κατ επίδραση τού κνάφος), πρβλ. πρωτό γναφος] …   Dictionary of Greek

  • κνάφος — κνάφος, ὁ (Α) βλ. γνάφος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»