Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἄϑυρμα

См. также в других словарях:

  • ἅθυρμα — ἄθυρμα , ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθυρμα — plaything neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθυρμα — το (Α ἄθυρμα) νεοελλ. 1. παιδικό παιχνίδι 2. αυτός που άγεται και φέρεται σαν παιχνίδι, άβουλο όργανο, ανδρείκελο, έρμαιο αρχ. 1. τέρψη, χαρά 2. στον πληθ. τὰ ἀθύρματα κοσμήματα, στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»] …   Dictionary of Greek

  • άθυρμα — το, ατος παιχνίδι (κυρίως σε μτφ. έννοια): Είχε πια γίνει άθυρμα της μοίρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄθυρμ' — ἄθυρμα , ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυρμάτων — ἄθυρμα plaything neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρμασι — ἄθυρμα plaything neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρμασιν — ἄθυρμα plaything neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρματα — ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρματι — ἄθυρμα plaything neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρματος — ἄθυρμα plaything neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»