-
1 μέλι
μέλι, ιτος, τό, Honig, mel, Hom. u. Folgde überall; γλυκερόν, Od. 20, 69 u. öfter, χλωρόν, Il. 11, 630, γλυκίων μέλιτος αὐδή, 1, 249; παμφαές, tropfenhell, Aesch. Pers. 604; γλυκεῖαι μέλιτος ῥοαί, Eur. Bacch. 710; μέλι καὶ γάλα, Plat. Ion 534 a, u. sonst oft neben einander genannt; μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι, Legg. VI, 782 c; ὕον μέλι, das persische Manna, Polyaen. 4, 3, 32; auch übertr. wie bei uns, vgl. Alexis bei Ath. XIII, 558 e. Nach Mein. auch indeclinabel, Philoxen. bei Ath. IV, 147 b ξανϑαὶ μέλι καρίδες, wo sonst μελικάριδες gelesen wird.
-
2 μέλι
-
3 μελι-κάριδες
μελι-κάριδες, αἱ, s. unter μέλι.
-
4 μελι-πτέρωτος
μελι-πτέρωτος, honigflügelig, Pratin. bei Ath. XIV, 633 a, l. d.
-
5 μελι-ποιέω
μελι-ποιέω, Honig machen, VLL.
-
6 μελι-σταγής
-
7 μελι-τερπής
μελι-τερπής, ές, honigsüß ergötzend, μολπή, Simonds. 49 (VII, 25).
-
8 μελι-βόας
μελι-βόας, ὁ, κύκνος, der Süßtönende, Eur. Phaeth. frg. 2, 34.
-
9 μελι-ειδής
μελι-ειδής, ές, honigartig, Hippocr., l. d.
-
10 μελι-κηρίς
μελι-κηρίς, ίδος, ἡ, ein bösartiger Kopfausschlag, nach der Aehnlichkeit mit dem Folgenden benannt, Medic. Auch = Honigkuchen, Ath. XIV, 648 b. – Bei Hesych. eine Art Weinstock.
-
11 μελι-κηρία
μελι-κηρία, ἡ, = Folgdm, Medic.
-
12 μελι-γᾱθής
μελι-γᾱθής, ές, wie Honig erfreuend, honigsüß, ὕδωρ, Pind. frg. 211 bei Ath. II, 41 e.
-
13 μελι-ηδής
μελι-ηδής, ές, honigsüß; λωτοῠ μελιηδέα καρπόν Od. 9, 64, öfter; übertr., ϑυμός, das süße Leben, Il. 10, 495 Od. 11, 203; νόστος, die süße, angenehme Rückkehr, 11, 100; ὕπνος, 19, 551; ποία, Pind. P. 9, 37; μολπή, Ep. in Mus. (IX, 504); τρύγα πίνει μελιηδέα, Anacr. bei Ath. XV, 671 s. Vgl. Hesych. u. oben μελιαδής.
-
14 μελι-λώτινος
μελι-λώτινος, von Melilotos gemacht, στέφανοι, Ath. III, 73 a u. öfter; auch μελιλώτινον λαλῶν, Phereer. Ath. XV, 678 c.
-
15 μελι-ᾱδής
-
16 μελί-πτορθος
μελί-πτορθος, honigsprossend, Lob. Phryn. 668.
-
17 μελί-παις
-
18 μελί-πνοος
-
19 μελί-πηκτον
μελί-πηκτον, τό, Honiggebäck, Honigkuchen, Philosen. u. Antiphan. bei Ath. XIV, 643 c 646 f; Men. fr. 504.
-
20 μελί-σπονδα
μελί-σπονδα, τά, sc. ἱερά, Spende, Trankopfer aus Honig, νηφάλια καὶ μελίσπονδα ϑύειν, Plut. coh. ira E. u. Symp. 4, 6 E.
См. также в других словарях:
μέλι — honey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
μέλι — το ιού 1. η γλυκιά ρευστή ύλη που παράγουν οι μέλισσες. 2. (συνεκδοχ.), πολύ γλυκός: Τα σταφύλια ήταν μέλι. 3. μτφ., πολύ ευχάριστος: Τα φιλιά σου είναι μέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μήτε μέλι, μήτε μελίσσας. — См. Не раздавивши пчел, меду не съешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μελώνω — [μέλι] 1. αλείφω κάτι με μέλι ή εμβαπτίζω κάτι στο μέλι («μέλωσα τα μελομακάρονα») 2. αποκτώ την πυκνόρρευστη σύσταση τού μελιού 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μελωμένος, η, ο α) γεμάτος μέλι β) γλυκός σαν το μέλι … Dictionary of Greek
μελίτοιν — μέλι honey neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίτων — μέλι honey neut gen pl μελιτόομαι imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μελιτόομαι imperf ind act 1st sg (doric aeolic) μελιτόω to be sweetened with honey imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μελιτόω to be sweetened with honey imperf ind act 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισι — μέλι honey neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλιτα — μέλι honey neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλιτε — μέλι honey neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλιτι — μέλι honey neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)