Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐρατεινός

См. также в других словарях:

  • ερατεινός — ἐρατεινός, ή, όν (Α) εράσμιος, αγαπητός, χαριτωμένος (α. «Ἴλιον εἰς ἐρατεινήν» β. «ἐρατεινή ἠνορέη» ανδρεία, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός + εινός, κατ’ αναλογία προς τα αλγ εινός, ποθ εινός] …   Dictionary of Greek

  • ἐρατεινός — lovely masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινά — ἐρατεινός lovely neut nom/voc/acc pl ἐρατεινά̱ , ἐρατεινός lovely fem nom/voc/acc dual ἐρατεινά̱ , ἐρατεινός lovely fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινῶν — ἐρατεινός lovely fem gen pl ἐρατεινός lovely masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινόν — ἐρατεινός lovely masc acc sg ἐρατεινός lovely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατειναῖς — ἐρατεινός lovely fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατειναί — ἐρατεινός lovely fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινοί — ἐρατεινός lovely masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινοῦ — ἐρατεινός lovely masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινούς — ἐρατεινός lovely masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινῆς — ἐρατεινός lovely fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»