Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄχορα

См. также в других словарях:

  • ἄχορα — ἄχορος without the dance neut nom/voc/acc pl ἄχωρ scurf masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχορ' — ἄχορα , ἄχορος without the dance neut nom/voc/acc pl ἄχορε , ἄχορος without the dance masc/fem voc sg ἄχορα , ἄχωρ scurf masc acc sg ἄχορι , ἄχωρ scurf masc dat sg ἄχορε , ἄχωρ scurf masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυφίο — το / σκυφίον, ΝΑ [σκύφος] νεοελλ. ιατρ. το χαρακτηριστικό εξάνθημα τού άχορα, τής κασίδας αρχ. 1. υποκορ. τού σκύφος 2. το κρανίο, λόγω τού σχήματός του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»