-
1 άχορο(ν)
το солома;§ δεν τρώγω άχορα — я не дурак, я не простак;
ζητάω ( — или γυρεύω) ψύλλους στ' άχορα — искать блох, придираться к мелочам;
από κακό χρεοφειλέτη κι' ένα σακκί άχορα — погов, с паршивой овцы хоть шерсти клок
-
2 άχορο(ν)
το солома;§ δεν τρώγω άχορα — я не дурак, я не простак;
ζητάω ( — или γυρεύω) ψύλλους στ' άχορα — искать блох, придираться к мелочам;
από κακό χρεοφειλέτη κι' ένα σακκί άχορα — погов, с паршивой овцы хоть шерсти клок
См. также в других словарях:
ἄχορα — ἄχορος without the dance neut nom/voc/acc pl ἄχωρ scurf masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχορ' — ἄχορα , ἄχορος without the dance neut nom/voc/acc pl ἄχορε , ἄχορος without the dance masc/fem voc sg ἄχορα , ἄχωρ scurf masc acc sg ἄχορι , ἄχωρ scurf masc dat sg ἄχορε , ἄχωρ scurf masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυφίο — το / σκυφίον, ΝΑ [σκύφος] νεοελλ. ιατρ. το χαρακτηριστικό εξάνθημα τού άχορα, τής κασίδας αρχ. 1. υποκορ. τού σκύφος 2. το κρανίο, λόγω τού σχήματός του … Dictionary of Greek