-
1 κλῑβανίκιος
κλῑβανίκιος, ἄρτος, = Folgdm, Ath. III, 113 b.
-
2 κλῑβανίτης
κλῑβανίτης, ἄρτος, ὁ, u. κλῑβανίκιος, ἄρτος, Brot, das im Ofen gebacken ist
См. также в других словарях:
κλιβανίκιος — και κριβανίκιος, ον (Α) (για άρτο) ο ψημένος σε κλίβανο, σε φούρνο («κλιβανίκιος δὲ καὶ φουρνάκιος χαίρουσιν ἁπαλωτέρα τῇ ζύμῃ», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος και κρίβανος + επίθημα ίκιος (πρβλ. φουρν ίκιος)] … Dictionary of Greek
κριβανίκιος — κριβανίκιος, ον (Α) βλ. κλιβανίκιος … Dictionary of Greek