-
1 ἄρνησις
-
2 άρνησις
-
3 ἄρνησις
-
4 αρνησις
ἄ. οὐκ ἔνεστί τινος Soph. — невозможно отрицать что-л.
-
5 ἄρνησις
ἄρνησις, die Weigerung, Verneinung -
6 ἄρνησις
ἄρνησις, εως, ἡ (s. ἀρνέομαι; Aeschyl.+; PCairZen 228, 8; Job 16:8 Aq.; Jos., Ant. 16, 216, C. Ap. 2, 276) repudiation, rejection (opp. ὁμολόγησις) Hs 9, 28, 7; 8, 8, 4 (s. ἀρνέομαι 3g). εἰς ἄ. τινα τρέπειν bring someone to a denial (of the person’s faith) MPol 2:4.—EDNT. TW. -
7 ἄρνησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρνησις
-
8 ἀπ-άρνησις
ἀπ-άρνησις, ἡ, die Verweigerung, Phil.
-
9 ἐξ-άρνησις
ἐξ-άρνησις, ἡ, das Leugnen, Verweigern, Abschlagen, Plat. Rep. VII, 531 b.
-
10 αρνήσει
ἄρνησιςdenial: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀρνήσεϊ, ἄρνησιςdenial: fem dat sg (epic)ἄρνησιςdenial: fem dat sg (attic ionic)ἀρνέομαιdeny: fut ind mp 2nd sgἀ̱ρνήσει, ἀρνέομαιdeny: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) -
11 ἀρνήσει
ἄρνησιςdenial: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀρνήσεϊ, ἄρνησιςdenial: fem dat sg (epic)ἄρνησιςdenial: fem dat sg (attic ionic)ἀρνέομαιdeny: fut ind mp 2nd sgἀ̱ρνήσει, ἀρνέομαιdeny: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) -
12 αρνήσεις
-
13 ἀρνήσεις
-
14 ἔνειμι
ἔνειμι (εἰμί,A sum), [ per.] 3sg. and pl. ἔνι freq. for ἔνεστι, ἔνεισι (v. infr.): inf.ἐνεῖμεν IG22.1126.24
(Amphict.Delph.): [ per.] 3sg. ἔνι freq.for [tense] fut. ἐνέσομαι :—to be in,ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστι Od.10.45
; ἔνι (for ἔνεστι)κήδεα θυμῷ Il.18.53
;ἔνι τοι φρένες οὐδ' ἠβαιαί Od.21.288
;εἰ.. χάλκεον.. μοι ἦτορ ἐνείη Il.2.490
; εἴ τι ἐνέοι (sc. τοῖς χρησμοῖσι) Hdt.7.6; ; τοῖς λόγοις ἔ. κέρδος ib. 370;πόλλ' ἔ. τῷ γήρᾳ κακά Ar.V. 441
;πλήθη, ἐν οἷς τὸ ἓν οὐκ ἔνι Pl.Prm. 158c
;στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20
; ;ἐνῆν ἄρ'.. κἀν οἴνῳ λόγος Amphis 41
; :ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν παῖς Pl.Phd. 77e
; alsoἐν τοῖσιν οὔρεσι δένδρεα ἔνι ἄγρια Hecat.292
J.;ἐν [ὄρει] ἔνι μέταλλα Hdt.7.112
; , etc.b c. dat. pl., to be among, Thgn.1135, Hdt.3.81, al.;οὐκ ἔνι ἐν ὑμῖν οὐδεὶς σοφός 1 Ep.Cor.6.5
.c c. Adv.loci,οἴκοι ἔνεστι γόος Il.24.240
; ἔνεστιν αὐτόθι is in this very place, Ar.Eq. 119; , etc.2 abs., to be present in a place,οἶνος ἐνέην Od.9.164
; οὐδ' ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες ib. 126;οὐδ' ἔνι στάσις A.Pers. 738
(troch.);Ἄρης οὐκ ἔνι χώρᾳ Id.Ag.78
(anap.); σίτου οὐκ ἐνόντος as there was no corn there, Th.4.8; τὰ ἐνόντα ἀγαθά the good that is therein, ib.20; ἱερῶν τῶν ἐνόντων the temples that were in the place, ib.97;ἀμέλειά τις ἐνῆν καὶ διατριβή Id.5.38
;πόλεμος οὐκ ἐνῆν Pl.Plt. 271e
; .l.c.; also, to be mentioned in a treaty, Th.8.43, cf. Ar.Av. 974; χρόνος ἐνέσται time will be necessary, Th.1.80; ἡ βὴξ ἔνι the cough is persistent, Hp.Epid.7.12.II to be possible,ἄρνησις οὐκ ἔ. ὧν ἀνιστορεῖς S.OT 578
;τῶνδ' ἄρνησις οὐκ ἔ. μοι Id.El. 527
; τίς δ' ἔνεστί μοι λόγος; what plea is possible for me [to make]? E.IT 998;οὐκ ἐνῆν πρόφασις X.Cyr.2.1.25
;οὐκ ἐνέσται αὐτῷ λόγος οὐδὲ εἷς D.21.41
;εἴ τι ἄλλο ἐνῆν Id.18.190
;ἐνούσης οὐδεμιᾶς ἔτ' ἀποστροφῆς Id.24.9
.2 impers., c. dat. pers. et inf., it is in one's power, S.Tr. 296, Ant. 213, etc.: c. inf. only,οὔκουν ἔ. καὶ μεταγνῶναι; Id.Ph. 1270
; ;πῶς ἔ. ἢ πῶς δυνατόν; Id.57.24
, etc.; οὐκ ἔνεστι it is not possible, Anaxil.22.7; ὃ μὴ νεώς γε τῆς ἐμῆς ἔνι which it is not possible [to get] from my ship, S.Ph. 648 (sed leg. ἔπι): ἔνι is freq. in this sense, ἃ δὲ ἔνι [λέγειν] D.2.4;δι' ὀργήν γ' ἔνι φῆσαι πεποιηκέναι Id.21.41
; ὡς ἔνι ἥδιστα in the pleasantest way possible, X. Mem.4.5.9, cf. 3.8.4;ὡς ἔνι μάλιστα Plb.21.4.14
, Ph.1.465, Luc. Prom.6, Jul.Or.7.218c: [tense] impf.,ὡς ἐνῆν ἄριστα Luc.Tyr.17
.b ἔνεστιν ὑμᾶς εἰδέναι it is relevant, pertinent, BGU486.12 (ii A.D.).3 part. ἐνόν, abs., ἐνὸν αὐτοῖς σώζεσθαι since it was in them, was possible for them, Hdn.8.3.2, cf. Luc.Anach.9.4 τὰ ἐνόντα all things possible: τὸ πλῆθος τῶν ἐ. εἰπεῖν the possible materials for a speech, Isoc. 5.110, cf. 11.44;τῶν ἐ... ἐν τῷ πράγματι Pl.Phdr. 235b
;τῶν φαινομένων καὶ ἐ. τὰ κράτιστα ἑλέσθαι D.18.190
; ἐκ τῶν ἐ. as well as one can under the circumstances, ib.256;τὰ ἐ. καὶ τὰ ἁρμόττοντα Arist.Po. 1450b5
: in sg.,πᾶν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων Th.4.59
. -
15 ενειμι
[εἰμί] (impf. ἐνῆν, fut. ἐνέσομαι)1) (в чём-л.) быть, находиться, содержаться, заключаться(τινι Hom., Aesch., Soph., Plat. и ἔν τινι Aesch., Her., Arph., Plat., Arst., Plut.; αὐτόθι Arph.; πολλοὴ ἔνεσαν ὀϊστοί, sc. τῇ φαρέτρῃ Hom.)
οὔ νυ καὴ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος ; Hom. — разве нет и в вашем доме печали?;ἔνεστι τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα Aesch. — таков недуг самовластия;πόλλ΄ ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά Arph. — старости присущи многие страдания;τοῖς λόγοις ἔνεστι ἀμφοῖν κέρδος Soph. — в словах обеих есть польза;ἐν τῷ λόγῳ ἔνεστιν ἐναντίωσις Arst. — в словесной формулировке имеется противоположение;ἀπορίαι ἐνοῦσαι Arst. — внутренние трудности;τουτοίσι καὴ αὐτοὴ ἐνεσόμεθα Her. — мы сами войдем в их число;ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Thuc. — возникнуть в сознании;ἐν τοῖς λογίοις ἔνεστιν Arph. — в прорицании сказано2) быть в наличии(οὐκ ἐξέφθιτο οἶνος, ἀλλ΄ ἐνέην Hom.)
Ἄρεως δ΄ οὐκ ἔνι (= ἔνεστι) χώρα Aesch. — это не область Арея, т.е. здесь нет воинственного пыла;σίτου οὐκ ἐνόντος Thuc. — ввиду отсутствия хлеба;πόλεμος οὐκ ἐνῆν οὐδὲ στάσις Plat. — не было ни войн, ни восстаний;τὰ ἐνόντα Plat. — собственность, Arst. существо дела, сущность3) находиться в промежуткеεἰ μελετήσομεν, χρόνος ἐνέσται Thuc. — если мы станем готовиться, пройдет время
τῶνδ΄ ἄρνησις οὐκ ἔνεστί μοι Soph. — я не могу отрицать этого;
εἴ τι ἄλλο ἐνῆν Dem. — если имелась другая возможность;τίς δ΄ ἔνεστί μοι λόγος ; Eur. — что могу я сказать?;νόμῳ χρῆσθαι παντὴ ἔνεστί σοι Anth. — ты можешь установить любой закон;ὡς ἐνῆν ἄριστα Luc. — как можно (было) лучше;ὡς ἔνι μάλιστα Luc. — как только возможно;οὐκ ἐνὸν ποιεῖν τι Luc. — невозможно сделать что-л.;ἐκ τῶν ἐνόντων Dem. — насколько возможно -
16 εξαρνησις
-
17 άρνησιν
-
18 ἄρνησιν
-
19 αρνήσεος
-
20 ἀρνήσεος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄρνησις — denial fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνήσει — ἄρνησις denial fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρνήσεϊ , ἄρνησις denial fem dat sg (epic) ἄρνησις denial fem dat sg (attic ionic) ἀρνέομαι deny fut ind mp 2nd sg ἀ̱ρνήσει , ἀρνέομαι deny futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνήσεις — ἄρνησις denial fem nom/voc pl (attic epic) ἄρνησις denial fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνήσεος — ἄρνησις denial fem gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνήσεσι — ἄρνησις denial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνήσεσιν — ἄρνησις denial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνήσηι — ἄρνησις denial fem dat sg (epic) ἀρνήσῃ , ἀρνέομαι deny aor subj mp 2nd sg ἀρνήσῃ , ἀρνέομαι deny fut ind mp 2nd sg ἀ̱ρνήσῃ , ἀρνέομαι deny futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρνησιν — ἄρνησις denial fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… … Dictionary of Greek
ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… … Dictionary of Greek
αρνήσιμος — ἀρνήσιμος, ον (Α) [άρνησις] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αρνηθεί … Dictionary of Greek