-
1 εξάρνησις
-
2 ἐξάρνησις
-
3 εξαρνησις
-
4 ἐξάρνησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάρνησις
-
5 ἐξάρνησις
ἐξ-άρνησις, ἡ, das Leugnen, Verweigern, Abschlagen -
6 εξαρνήσει
ἐξάρνησιςdenial: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐξαρνήσεϊ, ἐξάρνησιςdenial: fem dat sg (epic)ἐξάρνησιςdenial: fem dat sg (attic ionic)ἐξαρνέομαιdeny utterly: fut ind mp 2nd sgἐξαρνέομαιdeny utterly: fut ind mp 2nd sgἐξᾱρνήσει, ἐξαρνέομαιdeny utterly: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) -
7 ἐξαρνήσει
ἐξάρνησιςdenial: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐξαρνήσεϊ, ἐξάρνησιςdenial: fem dat sg (epic)ἐξάρνησιςdenial: fem dat sg (attic ionic)ἐξαρνέομαιdeny utterly: fut ind mp 2nd sgἐξαρνέομαιdeny utterly: fut ind mp 2nd sgἐξᾱρνήσει, ἐξαρνέομαιdeny utterly: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) -
8 ἀλαζονεία
ἀλαζονεία, ἡ, das Wesen u. Betragen des ἀλαζών, Prahlerei, Betrügerei, nach Plat. Def. ἕξις προςποιητικὴ ἀγαϑῶν μὴ ὑπαρχόντων; vgl. Theophr. Ch. 23; Arist. rhet. 1, 6 τὸ ἀλλότρια ἑαυτοῦ φάσκειν ἀλαζονείας; Aesch. ἀλαζονεία καὶ κόμπος τοῦ ψηφίσματος 3, 237; vgl. 101; im plur. ἀλαζονείαις χρῆσϑαι Isocr. 12, 20; Plat. verb. es mit ὕβρις Phaedr. 253 e; mit ψεῦδος Gorg. 525 a; auch von Saiten, die zu stark ansprechen, ἐξάρνησις καὶ ἀλ. χορδῶν Rep. VII, 531 b; dgl. Ar. Equ. 900 Ran. 917; öfter Pol. u. Sp.
-
9 εξαρνήσεως
-
10 ἐξαρνήσεως
-
11 εξάρνησιν
-
12 ἐξάρνησιν
-
13 ἀλαζονεία
ἀλαζ-ονεία, ἡ,A false pretension, imposture, Pl.Grg. 525a, D.22.47, etc., cf. Arist.EN 1127a13, Thphr.Char.23;ὑπ' ἀλαζονείας Ar.Ra. 919
: in pl., Id.Eq. 290, 903, Isoc.12.20; boastfulness, Procop.Pers. 1.11 : metaph., ἀ. χορδῶν their over-readiness to sound, opp. ἐξάρνησις, Pl.R. 531b. [That penult. is long appears from Ar.ll. cc., Men. 737.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλαζονεία
См. также в других словарях:
εξάρνησις — ἐξάρνησις, η (Α) [εξαρνούμαι] 1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.) 2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνηση («ἐξάρνησις τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος) … Dictionary of Greek
ἐξάρνησις — denial fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαρνήσει — ἐξάρνησις denial fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξαρνήσεϊ , ἐξάρνησις denial fem dat sg (epic) ἐξάρνησις denial fem dat sg (attic ionic) ἐξαρνέομαι deny utterly fut ind mp 2nd sg ἐξαρνέομαι deny utterly fut ind mp 2nd sg ἐξᾱρνήσει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάρνησιν — ἐξάρνησις denial fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαρνητικός — ἐξαρνητικός, ή, όν (Α) [εξάρνησις] αυτός που τού αρέσει να αρνείται, να εναντιώνεται, να φέρνει αντιρρήσεις, αντιρρητικός («νῡν μὲν γ ἰδεῑν εἰ πρῶτον ἐξαρνητικός», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἐξαρνήσεως — ἐξαρνήσεω̆ς , ἐξάρνησις denial fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)