-
1 άρδην
-
2 ἄρδην
-
3 ἄρδην
A lifted up on high, of a vase carried on the head, S.Ant. 430;φέρειν ἄ. E.Alc. 608
;πηδῶντος ἄ. Ἔκτορος τάφρων ὕπερ S.Aj. 1279
.II utterly, wholly,εἰς Τάρταρον ἄ. ῥίψειε δέμας A.Pr. 1051
, cf. E.Hec. 887;πᾶσαν ἄ. πόλιν ἀπολλύναι Pl.R. 421a
;ἄ. διαφθείρεσθαι Id.Lg. 677c
;Φωκέων ἄ. ὄλεθρος D.19.141
;πεπτωκὸς ἄ. πολίτευμα Plb.1.35.5
; ὄμνυμι πάντας ἄ. τοὺς θεούς all together, all at once, Ar.Th. 274, cf. X.An.7.1.12; laterεἰς ἄ., πόλιν ἐξελεῖν Hld.9.2
. -
4 ἄρδην
D0-1-1-0-0=2 1 Kgs 7,31(45); Mal 3,23utterly, entirely -
5 θεμέλιος
θεμέλῐ-ος, ον,A of or for the foundation, ;οἰκόπεδα D.S.5.66
: abs., θεμέλιος (sc. λίθος), ὁ, foundation-stone, Arist.Ph. 237b13, Metaph. 1013a5: metaph., τῆς τέχνης θ. Macho ap.Ath.8.346a;θ. ἀγνοίας Ph.1.266
; οἱ θ. ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται the foundations, Th.1.93;τοὺς θ. ἐκ τῶν λίθων οἰκοδομεῖσθαι Arist.PA 668a19
: metaph., προλιπεῖντοὺς προγονικοὺς θ. SIG888.70(Scaptopara, iii A.D.): also neut. (s.v.l.),PPetr.3p.121 (iii B.C.), al.: pl., τὰ θ.Arist.Ph. 200a4, PCair.Zen.176.71 (iii B.C.),al., Paus.8.32.1: metaph., τὰ ὑποβληθέντα θ., of the foundations of the world, Epicur.Ep.2p.38U.: gender indeterminate, μὴ ὑποκειμένων.. θ. X.Eq.1.2; ἐκ τῶν θ. from the foundations, Th.3.68 (also sg.,ἐνέπρησαν [οἰκίαν] ἐκ θεμελίου BGU 909.17
(iv A.D.)): metaph.,ἐκθ. ἐσφαλμένοι Plb.5.93.2
, etc.;ἄρδην καὶ ἐκ θ. ἀπόλλυσθαι Hdn.8.3.2
; also ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος ἐκ θεμελείων (sic) Supp.Epigr.2.480(Kuban, iv A.D.).II θεμέλια, τά, buildingsites, Ptol.Tetr. 174, cf. Vett.Val.82.24,al.III Subst., the fourth τόπος,= ἀντιμεσουράνημα, Herm.Trism. in Cat.Cod.Astr.8(3).101, cf. 8(4).241.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεμέλιος
-
6 ἀέρδην
ἀέρδην, Adv. -
7 ὑφαιρέω
ὑφαιρ-έω, [tense] fut. - ήσω ( ὑφελῶ in Aq.Ex.5.19): [tense] aor. ὑφεῖλον ([tense] aor. 1 [voice] Med.A ): [dialect] Ion. [full] ὑπαιρέω, etc., Hdt.3.65, al.:— serze underneath or inwardly,τοὺς δ' ἄρ' ὑπὸ τρόμος εἷλεν Il.5.862
, cf. Od.24.450.II draw or take away from under,ὑπὸ δ' ᾕρεον ἕρματα νηῶν Il.2.154
;ἄνθεμον ποντίας ἐέρσας Pi.N.7.79
; [ τὸ παιδίον τῆς μητρός] Pl.Tht. 161a; τὴν χεῖρα ὑφῄρει tried to draw it away, Ar.Pl. 689.2 take away underhand, filch away, [τῶν Ἀθηναίων] τοὺς ξυμμάχους Th.3.13
; ὑ. τὴν πρόσοδον, τὴν εὐπορίαν, diminish it gradually, ib.31,82; purloin, steal, (iii B. C.); ταῦτα (sc. ζεῦγος χεροψελίων κτλ.) ib.10.1128.30 (iii A.D.); of a doctor, ὑ. τὸ οἰνάριον καὶ τὸ λουτρόν remove from the regime, Sor.2.15; ὑ. τῆς ὑποψίας gradually to take away part of.., Th.1.42; soὑ. τοῦ πλήθεος Hp.VM5
;τοῦ τόνου Luc.Philops.8
;τῆς ὀργῆς Phalar.Ep.72
codd. ( ὑφῆκα Valckenaer):—[voice] Pass.,ὑφῃρέθη σου, κάλαμος ὡσπερεὶ λύρας S.Fr.36
; put secretly away, made away with,Hdt.
3.65:—also [voice] Med., filch, purloin, Ar.Eq. 745, Nu. 179, Pl. 1140, D.45.58, PCair.Zen.350.4 (iii B. C.), etc.;ὑ. τοὺς καιροὺς τῆς πόλεως Aeschin.3.66
; τὴν δημοκρατίαν ἄρδην ὑ. ib.145; ὑ. τί τινος filch it from him, Hdt.5.83, Lys.14.37, etc.;χρήματα ἐξ Ἐλαιοῦντος Hdt.9.116
;ὑ. μοῦ τὴν ἀπολογίαν Hyp.Lyc.11
;ὑ. τι ἐξ ἱερῶν ἢ ὁσίων Pl.Lg. 857b
: abs., Ar.V. 556.3 [voice] Med. also c. acc. pers., ὑ. τινά τινος rob him of.., Aeschin.3.222; σιγῇ τοῦθ' ὑφαιρούμεσθά νιν keep it from him.., E.El. 271.4 subtract, deduct,ὑφαιρεθέντος τοῦ ἐπιδεκάτου IG42(1).103.325
, al. (Epid., iv B. C.);ὑφαιρουμένης τῆς προικὸς τῆς προδεδομένης POxy.1102.10
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφαιρέω
См. также в других словарях:
ἄρδην — lifted up on high indeclform (adverb) ἄρδω water pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρδην — Μηνιαία κοινωνιολογική εφημερίδα με εκδότη τον Πλάτωνα Δρακούλη (Αύγουστος 1885 – Ιούλιος 1887). Η εφημερίδα υποστήριξε απόψεις που συμπίπτουν με τις αρχές του νεότερου αναθεωρητικού σοσιαλισμού. * * * (AM ἄρδην, Α κ. ἀέρδην) επίρρ. [αείρω] εκ… … Dictionary of Greek
αέρδην — ἀέρδην και αττ. ἄρδην επίρρ. (Α) 1. ψηλά, στον αέρα, επάνω 2. τελείως, καθ’ ολοκληρίαν, εκ θεμελίων 3. συνολικά, στο σύνολο τους, όλοι μαζί 4. πλήρως, εξ ολοκλήρου, ριζικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀFερ (τού ἀFείρω) > ἀ(F)έρ δην και, με συναίρεση … Dictionary of Greek
напрасно — (90) нар. 1. Неожиданно, внезапно, вдруг: въпросиша о пока˫авъшиихъсѧ. и напрасно ѹмьръшиихъ. Изб 1076, 248 об.; Ѥгда на поли льтьстьмь. сто˫аше кънѧже борисе. напрасно пристѹпиша орѹжьници незнаѥми. Стих 1156–1163, 106 об.; и абиѥ напрасно… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
FERETRUM — a ferendo, Gr. φορεῖον, capulus erat, in quo defuncti cadaver, ad sepulturam efferrimos. Quod munus propinquioribus virilis sexus apud Romanos incum bebat, Serv. Itaqueve filii interdum parentes, et fratres sorores interdum elatas funere… … Hofmann J. Lexicon universale
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
αρπάγδην — ἁρπάγδην επίρρ. (Α) αρπαχτά, βίαια, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αρπάγ του ρ. αρπάζω + (επίρρ. κατάλ.) δην πρβλ. άρδην, μίγδην, συλλήβδην, φύρδην κ.ά.] … Dictionary of Greek
θεμελία — θεμελίᾳ (Α) [θεμέλιος] επίρρ. επιγρ. εκ θεμελίων, άρδην … Dictionary of Greek
θεμελιόθεν — (Α) επίρρ. επιγρ. εκ θεμελίων, άρδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιον + θεν, κατάλ. δηλωτική τής προελεύσεως, αφετηρίας ή από τόπου κινήσεως] … Dictionary of Greek
κεφαλαιοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία, καπιταλιστικός («κεφαλαιοκρατική κοινωνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, κληρο κρατία. Απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ … Dictionary of Greek