Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄπελος

См. также в других словарях:

  • άπελος — ἄπελος, το (Μ) πληγή που δεν έχει επουλωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. πελάζω «πλησιάζω». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από α στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το δέρμα (πρβλ. ερυσίπελας «φλεγμονή του… …   Dictionary of Greek

  • ἄπελος — wound not skinned over neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπελῶν — ἄπελος wound not skinned over neut gen pl (attic epic doric) ἀφαιρέω take away from fut part act masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἀπελαύνω drive away fut part act masc voc sg (attic) ἀπελαύνω drive away fut part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγηπελής — ὀλιγηπελής, ές (Α) αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το επίθ. ὀλίγος και β συνθετικό ένα αμάρτυρο ουδ. ουσ. *ἄπελος. Το η τού τ. ὀλιγηπελέων οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Ο τ. *ἄπελος θα μπορούσε …   Dictionary of Greek

  • νηπελέω — (Α) είμαι αδύνατος, αδυνατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + *ἄπελος, τ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων*] …   Dictionary of Greek

  • ἀπέλα — ἀπέλᾱ , ἄπελος wound not skinned over neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἀπέλᾱ , ἀπελαύνω drive away pres imperat act 2nd sg (epic) ἀπέλᾱ , ἀπελαύνω drive away imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»