Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Άπείλων

См. также в других словарях:

  • ἀπειλῶν — ἀπειλέω keep away pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀπειλέω 1 keep away pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀπειλέω 2 hold out pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀπειλή boastful promises fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Apollo — This article is about the Greek and Roman god. For other uses, see Apollo (disambiguation) and Phoebus (disambiguation). Not to be confused with Phobos (mythology). Apollo …   Wikipedia

  • sā u̯ el-, sāu̯ ol-, suu̯el-, su̯el-, sūl- , (*sweĝhu̯el-) —     sā u̯ el , sāu̯ ol , suu̯el , su̯el , sūl , (*sweĝhu̯el )     English meaning: sun     Deutsche Übersetzung: ‘sonne”     Note: Root sü u̯ el , süu̯ ol , suu̯él , su̯el , sūl , (*seĝhu̯el ): ‘sun” derived from a compound of Root se :… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Военно-морские силы и Морская полиция Кипра — Республика Кипр располагает двумя различными военно морскими подразделениями Командованием ВМС Национальной гвардии [1] и Портовой и Морской полицией Кипра (Береговая охрана). Оба подразделения располагают боевыми единицами, но выполняют… …   Википедия

  • грозити — ГРО|ЗИТИ (4*), ЖОУ, ЗИТЬ гл. Грозить, угрожать: по мнѣ идеть полкъ со кнѩземъ. бе щисла множьство. се же ре(ч) грозѩ имъ. ЛЛ 1377, 20 (968); молюсѩ въспомина˫а извѣща˫а запрѣщаю. ѹбл҃жаю. грожю и ѡглашаю. (ἀπειλῶν) ФСт XIV, 136б; како ли ѹбо суть …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • EXORCISTA — inter 7 gradus Ecclesiae, ab Hieronymo recitatos locum non habet; ab inferioribus tertius numeratur, hoc ordine: Ostiarius, Lector, Exorcista, Acolythus Subdiaconus, Presbyter. Exorcistarum tamen meminit Hieronym. Comm. in Matth. c. 12. v. 27.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… …   Dictionary of Greek

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • εκβιασμός — ο η χρησιμοποίηση βίας, απειλών ή η σκόπιμη παράλειψη οφειλόμενων ενεργειών ώστε εκείνος ο οποίος υφίσταται τον εκβιασμό να εξαναγκαστεί χωρίς ελευθερία βουλήσεως να εξυπηρετήσει αθέμιτους σκοπούς τού εκβιαστή …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»