Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄπαργμα

См. также в других словарях:

  • άπαργμα — ἄπαργμα, το (Α) [απάρχω] 1. απαρχή* 2. ο πρώτος καρπός της σοδειάς …   Dictionary of Greek

  • ἄπαργμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαργμάτων — ἄπαργμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάργματα — ἄπαργμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάργματος — ἄπαργμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀπάργματα — ἀπάργματα , ἄπαργμα neut nom/voc/acc pl ἐπάργματα , ἐπάργματα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»