-
101 ιππηλασιος
-
102 ιπποκροτος
-
103 ιτος
-
104 καθαρος
31) чистый, незагрязненный, опрятный(εἵματα Hom.; ἱμάτιον Arst.)
2) опрятный, чистоплотный(κατὰ τὸ σῶμα Plat.; περὴ ἐσθῆτα Arst.)
3) свободный от примесей, т.е. высокого качества(χρυσός, ἄρτος Her.; ἀργύριον Theocr.; τροφή Arst.)
4) прозрачный(ποταμός Her.; ὕδατα, δρόσοι Eur.; ὑγρότης Arst.)
5) яркий(φέγγος, φάος Pind.; χρόαι Arst.)
ἐν καθαρῷ ἡλίῳ Plat. — на ярком солнце6) чистый, ясный(φωναί Arst.)
7) ясный, безоблачный(δύσεις Arst.)
8) подлинный, настоящий(σπέρμα θεοῦ Pind.)
9) открытый, широкий(λειμών Theocr.)
10) (нравственно) чистый, честный(κατὰ τέν ψυχήν Plat.; κ. τῇ καρδίᾳ NT.)
11) чистый, безукоризненный, безупречный, незапятнанный, неоскверненный(θάνατος Hom.; χεῖρες, βωμοί Aesch.; θύματα Eur.)
12) свободный13) чистый, непричастный(ἀδικίας, τῶν κακῶν Plat.; ἀγορὰ καθαρὰ τῶν ὠνίων πάντων Arst.)
κ. τῶν σημηΐων Her. — не имеющий (особых) примет, т.е. без порока14) правильный, точный(ψῆφοι Dem.)
15) ( подобно римским dies fasti) священный, неприсутственный(ἡμέραι Plat.)
-
105 καθοδος
ион. κάτοδος (ᾰ) ἥ1) сошествие, спуск (в подземное царство)(ἥ τῆς Κόρης κ. Plut.)
2) место спуска, вход (в подземное царство)3) опускание, движение вниз4) возвращение (преимущ. из изгнания)(ψηφίζειν Ἀλκιβιάδῃ κάθοδον καὴ ἄδειαν Thuc.; καθόδου μισθὸν δοῦναι Eur. или χρήματα εἰς τέν κάθοδον δοῦναι Arst.; ἥ τῶν Ἡρακλειδῶν κ. Polyb.)
-
106 καταδεω
I1) привязывать(ἵππους ἱμᾶσιν ἐπὴ φάτνῃ, ἱστὸν προτόνοισιν Hom.; τοὺς ἵππους ἐν μέσῳ Plut.)
2) связывать(τινα ὅπλῳ στερεῶς Hom.)
3) завязывать(τοὺς ὀφθαλμούς Her.)
ἀγχόνιον βρόχον καταδήσασθαι Eur. — удавиться4) перевязывать(τὰ τραύματά τινος NT.)
5) запирать, преграждать(ἀνέμων κέλευθα или κελεύθους τινί, νόστον τινός Hom.)
6) заковывать(τινὰ ἐν δεσμῷ Hom.)
7) сковыватьἐν φόβῳ καταδεθεῖσα Eur. — охваченная ужасом (Креуса)8) заключать в тюрьму(τοὺς ἐλευθέρους Thuc.)
κ. τινα τέν ἐπὴ θανάτῳ (sc. δέσιν) Her. — бросить кого-л. в тюрьму, назначив ему смертную казнь9) уличать, признавать(κ. τινα φῶρα εἶναι Her.)
IIбыть неполным, иметь недостачуἡ ὁδὸς καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων ὡς μέ εἶναι πεντακοσίων καὴ χιλίων Her. — дорога (от Афин до Писы) имеет 1500 стадий без 15;
ἕνδεκα μυριάδες μιῆς χιλιάδος καταδέουσαι Her. 110000 — без 1000 -
107 καταντης
21) идущий под гору, наклонный, покатый(γεώλοφος Theocr.; ὁδός Arph.; πορεῖαι Arst.; τόποι Plut.)
2) склонный, расположенный, тяготеющий(πρὸς τὰ χείρονα, πρὸς πᾶσαν χάριν Plut.)
3) ведущий, приводящий(πρὸς τἀγαθόν Eur.)
-
108 καταρρακτης
-
109 καταστηλοω
-
110 καυματωδης
-
111 κοιλος
I.31) выдолбленный, пустой, полый(κέρας Arst.)
κοῖλον δόρυ Hom. — выдолбленное дерево;κ. λόχος Hom. — засада в полости (деревянного коня), т.е. Троянский конь;Κωρυκὴς πέτρα κοίλη Aesch. — Корикская пещера;κοίλη φλέψ Eur. — полая вена2) с раздутым кузовом, широкобокий(ναῦς Hom., Xen., Dem.)
3) находящийся в полостиκοίλη ναῦς Her. или κοῖλον σκάφος Her. — трюм корабля
4) находящийся в глубине или защищенный, укрытыйκοίλη ὁδός Hom. — дорога в лощине, ложбина, ущелье;
κ. λιμήν Her. — внутренняя часть бухты;κ. ποταμός Thuc. — река в крутых берегах, Polyb. река с пониженным уровнем воды5) окруженный горами, лежащий среди гор(Λακεδαίμων Her.; Ἄργος Soph.)
6) имеющий углубление7) вместительный, емкий, просторный, глубокий(σπέος, κάπετος Hom.; νάρθηξ Hes.; ζύγαστρον, κρατήρ Soph.; ἀγγήϊα Her.)
8) пустой, пустующий или опустевший(δέμνια Soph.)
9) вздувшийся, взволнованный(θάλασσα Polyb.)
10) пустотелый, т.е. переработанный в сосуды(ἄργυρος Arst.; χρυσός Luc.). - см. тж. κοῖλον и κοίλη
II.3Anacr. = κοῖλος См. κοιλος -
112 κουφος
31) легкий, легковесныйβαρύτερα πρὸς κουφότερα Plat. — более тяжелое по сравнению с более легким;
κούφα σοι χθὼν ἐπὰνωθε πέσοι! Eur. — да будет легка тебе земля! (заключительная формула погребального обряда;ср. лат. sit tibi terra levis!);κουφότερα ὅπλα Xen. — легкое вооружение2) легковооруженный(στρατιά Plut.)
3) легко переваривающийся, удобоваримый(κρέας Arst.)
4) легко переносимый, необременительный(δεσπότης Men.; βασιλεία Isocr.)
ἥ εὔκλεια ὅσῳ ἂν πλείων ᾖ, τοσούτῳ καὴ κουφοτέρα φέρειν γίγνεται Xen. — чем больше слава, тем легче становится (ее) нести5) легкий, нетрудный(ὁδός Plut.)
6) легкий, подвижный(πήδημα Aesch.; ποδες Pind.; πούς Soph.; ἅλμα ποδῶν, βῆμα Eur.)
7) легкий, нежный(πνεύματα Soph.)
8) легкомысленный, безрассудный, пустой(φρένες Pind.; λόγοι Plat.)
9) пустой, призрачный(σκιά Soph.; ἐλπίς Thuc.)
10) незначительный, ничтожный(πρᾶγμα Plat., Plut.; ἁμάρτημα Plat.)
11) небольшой, короткий(γράμματα Eur.). - см. тж. κοῦφα и κοῦφον
-
113 κυκλοθεν
-
114 λαοφορος
λαοφόρος, λεωφόρος2служащий для движения, оживленныйλ. ὁδός Hom. или λ. κέλευθος Theocr. — большая дорога
-
115 λαυρα
эп.-ион. λαύρη ἥ1) улица или переулок(ὁδὸς ἐς λαύρην Hom.; sc. τῆς πόλιος Her.)
2) проход в лощине, ущелье Theocr., Plut.3) сток для нечистот(κοπρῶνες καὴ λαῦραι Arph.)
-
116 λειος
31) гладкий, ровный(ὁδός Hom.; ὕφασμα Plat.; ἐπιφάνεια Arst.)
χῶρος λ. πετράων Hom. — место без камней2) гладкоствольный(αἴγειρος Hom.)
3) голый, безволосый(ζῷον Arst.)
4) безбородый, т.е. молодой(ἰατρός Anth.)
5) нежный, мягкий(πνεῦμα Arph.; ἡδονή Plat.; ζέφυρος Arst.)
6) кроткий, ласковый(μῦθοι Aesch.)
7) спокойный, плавный(κινήματα Plut.)
θαλάσσῃ λείῃ Her. — по спокойному морю8) тихий, безмятежный(ἡσυχία Anth.)
9) приятный или нежный на вкус(λεῖά τε καὴ γλυκέα Plat.)
-
117 λεωφορος
-
118 λεωφορος...
λεωφόρος...λαοφόρος, λεωφόρος2служащий для движения, оживленныйλ. ὁδός Hom. или λ. κέλευθος Theocr. — большая дорога
-
119 λιθωδης
-
120 λοιπος
I31) оставшийся, остающийся, остальной(ὁδός Xen.; βίοτος Pind.)
αἱ λοιπαὴ τῶν νεῶν Thuc. — уцелевшие корабли2) предстоящий, будущий(χρόνος Dem.): (ἐκ) τοῦ λοιποῦ (χρόνου) Her., Soph., Dem., Xen. в будущем, впредь - см. тж. λοιπόν
IIὅ1) будущее, предстоящая частьὁ λ. τοῦ χρόνου Dem. — будущее
2) pl. потомки, потомство Pind.
См. также в других словарях:
ὁδός — 1 way masc nom sg ὁδός 2 way fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
οδός — η 1. δρόμος. 2. μέθοδος, τρόπος ενέργειας, μέσο: Πρέπει να ακολουθήσεις τη νόμιμη οδό για τη λύση του προβλήματός σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀδός — οὐδός 1 threshold masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Εγνατία οδός — I (Via Egnatia). Ρωμαϊκή οδός στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, που κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή. Είχε μήκος περίπου 800 χλμ., ξεκινούσε από την Απολλωνία και το Δυρράχιο, στις ακτές της… … Dictionary of Greek
Αππία Οδός — Η αρχαία οδός που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και την Κάτω Ιταλία. Ο Στάτιος την ονομάζει βασίλισσα των οδών. Κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου, περίπου το 312 π.Χ. Για τη διατήρησή της φρόντισε ο Γάιος Γράκχος,… … Dictionary of Greek
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Αιμιλία οδός — (Via Aemilia). Μεγάλος δρόμος της Ιταλίας στην αρχαιότητα, που ξεκινούσε από την Πλακεντία και έφτανε έως το Αρμίνιο, όπου ενωνόταν με τη Φλαμινία οδό, που οδηγούσε στη Ρώμη. Η κατασκευή της τελείωσε το 187 π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον… … Dictionary of Greek
ὁδοῖν — ὁδός 1 way masc gen/dat dual ὁδός 2 way fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)