-
1 καταδεω
I1) привязывать(ἵππους ἱμᾶσιν ἐπὴ φάτνῃ, ἱστὸν προτόνοισιν Hom.; τοὺς ἵππους ἐν μέσῳ Plut.)
2) связывать(τινα ὅπλῳ στερεῶς Hom.)
3) завязывать(τοὺς ὀφθαλμούς Her.)
ἀγχόνιον βρόχον καταδήσασθαι Eur. — удавиться4) перевязывать(τὰ τραύματά τινος NT.)
5) запирать, преграждать(ἀνέμων κέλευθα или κελεύθους τινί, νόστον τινός Hom.)
6) заковывать(τινὰ ἐν δεσμῷ Hom.)
7) сковыватьἐν φόβῳ καταδεθεῖσα Eur. — охваченная ужасом (Креуса)8) заключать в тюрьму(τοὺς ἐλευθέρους Thuc.)
κ. τινα τέν ἐπὴ θανάτῳ (sc. δέσιν) Her. — бросить кого-л. в тюрьму, назначив ему смертную казнь9) уличать, признавать(κ. τινα φῶρα εἶναι Her.)
IIбыть неполным, иметь недостачуἡ ὁδὸς καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων ὡς μέ εἶναι πεντακοσίων καὴ χιλίων Her. — дорога (от Афин до Писы) имеет 1500 стадий без 15;
ἕνδεκα μυριάδες μιῆς χιλιάδος καταδέουσαι Her. 110000 — без 1000 -
2 ενδεω
I(fut. ἐνδήσω)1) привязывать, прикреплять, (неподвижно) укреплять(κάλους ἐν τῇ σχεδίῃ Hom.; τὰς τῆς ψυχῆς περιόδους εἰς τὸ σῶμα Plat.; med.: κέραμον Arph.; πλίνθους εἰς ἄσφαλτον Diod.)
ἐ. τι εἰς τὸν νόμον Plat. — сделать что-л. составной частью законодательства;ἄστρα ἐνδεδεμένα или ἀστέρες ἐνδεδεμένοι Arst. и τὰ κατὰ τὸν οὐρανὸν ἐνδεδεμένα σώματα Plut. — неподвижные звезды2) связывать(τινα Arph., med. τινα δεσμῷ Theocr.; перен. ὁρκίοις Her., med. ὅρκοις τινά Eur.)
ἀναγκαίῃ ἐ. τινὰ ποιεῖν τι Her. — заставлять кого-л. сделать что-л.;εἰς τέν πίστιν ἐνδεδεμένος Polyb. — связанный клятвой верности;ἐνδεδεμένος τῇ χάριτ΄ Polyb. — обязанный благодарностью, признательный;εἰς πολλὰ τῶν συναλλαγμάτων ἐνδεδεμένος Polyb. — связанный многими обязательствами:ἐνδεδέσθαι μανίαις Anth. — быть одержимым безумием3) запирать(τινα μοχλοῖσιν Arph.)
4) впутывать, ввергать(τινα ἄτῃ Hom., Soph.)
II(fut. ἐνδεήσω)1) не иметь, ощущать недостаток, быть лишенным(τινος Eur., Plat., med. Xen., Plat., Plut.)
τίνος ἐνδέομαι μέ οὐ χωρεῖν ὀλέθρου διὰ παντός ; Eur. — чего (еще) нехватает мне до окончательной гибели?2) преимущ. impers. недоставать, нехватать(τινος Plat. и τινι Luc.; ποιέειν οὕτω, ὅκως ἐνδεήσει μηδέν Her.)
πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ ὥστε σῖτον ἑκάστῳ γενέσθαι Xen. — хлеба у него хватало далеко не для каждого3) med. нуждаться, бедствовать(μετὰ τέκνων καὴ γυναικός Plut.)
См. также в других словарях:
επικαταδέω — ἐπικαταδέω (Α) δένω κάτι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δέω «δένω»] … Dictionary of Greek
καταπαρδεῖν — κατά , παρά δέω 1 bind pres inf act (attic epic doric) κατά , παρά δέω 2 lack pres inf act (attic epic doric) κατά , παρά δεῖ there is need pres part neut nom/voc/acc sg κατά , παρά δεῖ there is need pres inf act (attic epic doric) κατά πέρδομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποπαρδεῖν — κατά , ἀπό , παρά δέω 1 bind pres inf act (attic epic doric) κατά , ἀπό , παρά δέω 2 lack pres inf act (attic epic doric) κατά , ἀπό , παρά δεῖ there is need pres part neut nom/voc/acc sg κατά , ἀπό , παρά δεῖ there is need pres inf act (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυποδούμενος — κατά , ὑπό δέομαι lack pres part mp masc nom sg (attic epic doric) κατά , ὑπό δέω 2 lack pres part mp masc nom sg (attic epic doric) κατά , ὑπό δέω 2 lack pres part mid masc nom sg (attic epic doric ionic) κατά ὑποδέω bind pres part mp masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
Scansion — La scansion est proprement l action de scander un vers, c est à dire d en analyser la métrique ou plus précisément, d en déterminer le schéma métrique ou modèle. Par extension, la déclamation du vers pour faire ressortir ce schéma métrique est… … Wikipédia en Français
ημιδεής — ἡμιδεής, ὲς (Α) 1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος 2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῡς» κατά το ήμισυ 3. (αντί τού ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + δεής (< δέω ή αμάρτυρο *δέος «έλλειψη»), πρβλ. εν δεής, κατα δεής] … Dictionary of Greek
υπερδεής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον φόβο, ατρόμητος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεραγόντως ἐνδεὴς ἢ ἐλάσσων κατὰ δύναμιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά στο χωρίο τής Ιλ. ὑπερδέα δῆμον ἔχοντα και, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να ερμηνευθεί… … Dictionary of Greek
αιχμόδετος — αἰχμόδετος, ον (Α) αυτός που πιάστηκε κατά τον πόλεμο, ο αιχμάλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + δετὸς < δέω «δένω»] … Dictionary of Greek
δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… … Dictionary of Greek
δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… … Dictionary of Greek