-
1 εκλεαινω
1) разглаживать(τὰς ῥυτίδας Plat.)
2) обтесывать, полировать(λίθον Diod.)
3) выравнивать(ὁδόν Plut.)
4) умерять, успокаивать, унимать -
2 ευθυπορος
21) прямой, прямолинейный(κέρας Arst.)
2) движущийся прямолинейно(μόρια καὴ κινήματα Plut.)
3) прямой, прямодушный, открытый(ἦθος Plat.)
-
3 θεωρητος
31) наблюдаемый, видимый, заметный(μέρος ἔτι θ. Arst.; θ. καὴ ἀκουστός Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.)
2) доступный умозрению, созерцаемый, постигаемый(λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog.L.)
-
4 κινημα
1) движение Arst., Luc.2) народное движение, возмущение, восстание Polyb., Plat.3) душевное движение, волнение, потрясение(τῆς ψυχῆς Plut.)
4) перемена, смена, превратность(τὰ κινήματα τῆς τύχης Isocr.)
-
5 λειος
31) гладкий, ровный(ὁδός Hom.; ὕφασμα Plat.; ἐπιφάνεια Arst.)
χῶρος λ. πετράων Hom. — место без камней2) гладкоствольный(αἴγειρος Hom.)
3) голый, безволосый(ζῷον Arst.)
4) безбородый, т.е. молодой(ἰατρός Anth.)
5) нежный, мягкий(πνεῦμα Arph.; ἡδονή Plat.; ζέφυρος Arst.)
6) кроткий, ласковый(μῦθοι Aesch.)
7) спокойный, плавный(κινήματα Plut.)
θαλάσσῃ λείῃ Her. — по спокойному морю8) тихий, безмятежный(ἡσυχία Anth.)
9) приятный или нежный на вкус(λεῖά τε καὴ γλυκέα Plat.)
-
6 μετεωρος
эп. μετήορος 21) высоко поднимающийся, высокий(τάφος Her.; τῆς πόλεως μέρος Plut.; αἱ χελιδόνες πέτονται μετέωροι Arst.)
2) поднятый вверх, приподнятый(σκέλεα Her.)
ἔχειν τι μετέωρον Her. — держать что-л. высоко;βλέπων μ. Plat. — глядящий сверху (вниз);μετεώρους ἐχκομίζειν τὰς ἁμάξας Xen. — вытаскивать руками (досл. приподнятые) повозки;ἀνακινεῖν τινα μετέωρον Her. — подбрасывать кого-л. вверх3) верхний, наземный(οἰκήματα Her.)
4) выступающий, выдающийся вперед, выпуклый(ὄμματα Xen.)
5) небесный, т.е. астрономический или метеорологический(πράγματα Arph.) (см. тж. μετέωρα)
6) находящийся в открытом море(ναῦς Thuc.)
μετέωροι ἑάλωσαν Thuc. — они были взяты в плен в открытом море7) высоко несущий голову, с гордой осанкой(ἵππος Xen.)
8) возбужденный, взволнованный, настороженный(Ἑλλὰς πᾶσα μ. ἦν Thuc.; μ. καὴ τεταραγμένος Plut.)
9) непрочный, ненадежный, шаткий(πόλις Thuc.; τὰ τῆς τύχης κινήματα Isocr.)
μ. ταῖς διανοίαις Polyb. — с неустойчивым образом мыслей;τὰ ἐν μετεώροις ἀμφισβητήσεσι κείμενα Sext. — спорные и нерешенные вопросы10) падкий, пылкий, жаждущий, жадный, весьма склонный(πρός, ἐπί и εἴς τι Polyb.)
11) гордый, надменный Anth. -
7 αντάρτικος
См. также в других словарях:
κινήματα — κῑνήματα , κίνημα movement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
Греческая рота им. Ригаса Фереоса — Рота Ригас Фереос Годы существования декабрь 1936 5 октября 1938 Страна … Википедия
κίνημα — τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) [κινώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινώ, η κίνηση 2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα τής φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ. β. «τὰ μὲν γὰρ τοῡ νοὸς κινήματα»., Σαθ. γ.… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Сотириу, Зисис — Зисис Сотириу Зисис Сотириу (греч. Ζήσης Σωτηρίου, Сервиа, Козани (ном) ? ?) греческий революционер, участник Освободительной войны Греции 182 … Википедия
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek