-
1 κέρμα
κέρμα, ατος, τό (κείρω ‘cut short, clip’, s. next entry; Aristoph., Demosth. et al.) piece of money, coin, (small) change (usu. copper) collective sing. τὸ κέρμα (Eubul. Com. [IV B.C.] 84; PSI 512, 13 [253/252 B.C.]; POxy 114, 14; PGen 77, 5; PTebt 418, 12 ἐὰν χρείαν ἔχῃ κέρματος) ἐκχέειν τ. κ. pour out the coins (Diog. L. 6, 82 τὸ κέρμα διερρίπτει=throw the coins of a money-changer into confusion) J 2:15, where numerous mss. have the pl. τὰ κέρματα (Attic [Pollux 9, 87], also UPZ 81 IV, 20 [II B.C.]; Jos., Bell. 2, 295).—DELG s.v. κείρω. M-M. -
2 κέρμα
κέρμα, τό, eigtl. das Abgeriebene, Zerschnittene, ein kleines Stück, bes. kleines Geld, Scheidemünze; μικροῦ κέρματος πρίασϑαι τὴν ἡδονήν Eubul. Ath. XIII, 568 f; Sp., wie N. T.; gew. im plur., τὸ στόμ' ἐπιβύσας κέρμασιν τῶν ῥητόρων, mit einigen Hellern den Mund stopfen, Ar. Plut. 349; Theopomp. bei Ath. XII, 533 a; Dem. 21, 107; oft in der Anth., Ascipds. 27 (V, 181) Glauc. 1 (XII, 44).
-
3 κερμα
τὸ στόμα τινὸς ἐπιβύειν κέρμασιν Arph. — заткнуть кому-л. рот некоторой суммой денег, т.е. подкупить кого-л.
-
4 κέρμα
κέρμαfragment: neut nom /voc /acc sg -
5 κέρμα
A fragment, κέρματα θηρείων μελέων dub.l. in Emp.101.1;τὰ κ. τοῦ ἡνωμένου ἡνωμένα Dam.Pr. 107
, cf. Suid.; but mostly,2 coin,ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Alex.128.7
;μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονήν Eub.67.7
, cf. Amphis 5, Antiph.131; collectively, cash, Theopomp.Com.30, Arr.Epict.2.10.14, al., Cat.Cod. Astr.7.244; esp. of copper money, opp. silver ([etym.] ἀργύριον), PGen.77.5 (ii/iii A.D.): freq. in pl.,μικρὰ κ. Ar.Av. 1108
, cf. Pl. 379, Eub.84.1; διδοὺς κέρματα Test. ap. D.21.107, cf. Theopomp.Hist.89a, UPZ 81 iv 20, 145 xi 71 (ii B.C.), Alciphr.1.2, AP5.44 ([place name] Cillactor). -
6 κέρμα
κέρμα, τό, eigtl. das Abgeriebene, Zerschnittene, ein kleines Stück, bes. kleines Geld, Scheidemünze; τὸ στόμ' ἐπιβύσας κέρμασιν τῶν ῥητόρων, mit einigen Hellern den Mund stopfen -
7 κέρμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κέρμα
-
8 κέρμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κέρμα
-
9 κέρμα
το звонкая монета -
10 κέρμα
мелкая монета; мн.ч. деньги.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κέρμα
-
11 κέρμα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κέρμα
-
12 κέρμα
[керма] ουσ ο разменная монета. -
13 κέρμα
1) jeton2) pièce -
14 κέρμα
moneta (f) rzecz. -
15 κέρμα
coinΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κέρμα
-
16 κερμα-δότης
κερμα-δότης, ὁ, od. κερμοδότης, = κερματιστής, Nonn. Io. 2, 75.
-
17 ἀνά-κερμα
ἀνά-κερμα, τό, ein Abschnitzel, Poll., l. d.
-
18 κέρμ'
κέρμα, κέρμαfragment: neut nom /voc /acc sg -
19 κερμάτων
κέρμαfragment: neut gen pl -
20 κέρμασι
κέρμαfragment: neut dat pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κέρμα — fragment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρμα — Αρχαίος οικισμός της Νουβίας, στα Ν του τρίτου καταρράκτη του Νείλου. Βρίσκεται στο σημερινό Σουδάν. Η ονομασία του στα αρχαία αιγυπτιακά ήταν Ivμπού Αμενεμχέτ, ενώ είναι επίσης γνωστός ως Κάρμα. Έπειτα από ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή από… … Dictionary of Greek
κέρμα — το, ατος νόμισμα μικρής αξίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέρμ' — κέρμα , κέρμα fragment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερμάτων — κέρμα fragment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρμασι — κέρμα fragment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρμασιν — κέρμα fragment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρματα — κέρμα fragment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρματι — κέρμα fragment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρματος — κέρμα fragment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρματ' — κέρματα , κέρμα fragment neut nom/voc/acc pl κέρματι , κέρμα fragment neut dat sg κέρματε , κέρμα fragment neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)