Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄνησον

См. также в других словарях:

  • άνησον — ἄνησον, το κ. ἄνησον κ. ἄνησσον κ. ἄννισον (Α), ἄνισον (AM) το φυτό γλυκάνισο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άνησον καθώς και οι συναφείς με αυτόν τύποι πρέπει να διακρίνονται από τον τ. άνηθον* καί τους συναφείς του τύπους πράγμα εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • ἄνησον — ἄνηθον dill neut nom/voc/acc sg (ionic) ἄ̱νησον , ἀνέω aor imperat act 2nd sg ἄ̱νησον , ἀνέω futperf ind act masc voc sg (doric aeolic) ἄ̱νησον , ἀνέω futperf ind act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνισο(ν) — το (ΜΑ ἄνισον) κοινή σήμερα ονομασία τού φυτού Pimpinella anisum, το γλυκάνισο ή ανασόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ., συγγενής με τους τ. ἄννησον, ἄνησον ή ιων. ἄννητον, ἄνητον και πιθ. με τον τ. ἄνηθον, που μαρτυρούνται στη Σαπφώ, στον Αλκαίο …   Dictionary of Greek

  • άνισον — ἄνισον (ἄν(ν)ισον), το (AM) βλ. άνησον …   Dictionary of Greek

  • άννησον — (κ. άνησσον), το (Α) βλ. άνησον …   Dictionary of Greek

  • σίο — το / σίον, ΝΜΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα ή απιίδες τής τάξης σκιαδανθή, με 15 περίπου είδη πολυετών ποών τού βόρειου ημισφαιρίου, γνωστό σήμερα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»