-
1 κορυδαλλός
κορυδαλλός, ὁ, die Haubenlerche, = κορυδός, Theocr. 10, 50, nach Thom. Mag. attisch. Auch κορύδᾱλος geschr., Arist. H. A. 9, 25.
-
2 κορυδαλλος
-
3 Κορυδαλλός
Κορυδαλλόςlark: masc nom sg -
4 κορυδαλλός
κορυδαλλός, ὁ, u. κορυδαλλίς ίδος, ἡ, die Haubenlerche -
5 κορυδαλλός
κορυδαλλίςlark: masc nom sgκορυδαλλόςlark: masc nom sg -
6 κορυδαλλός
[коридалос] ουσ α жаворонок. -
7 κορυδαλλός
tarla kuşu, çayır kuşu -
8 κορυδαλλός
alouette -
9 κορυδαλλός
skowronek (m) rzecz. -
10 κορυδαλλός
skřivan -
11 κορυδαλλός
1) lark2) skylarkΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κορυδαλλός
-
12 Κορυδαλλοί
Κορυδαλλόςlark: masc nom /voc pl -
13 κορυδαλη
-
14 κορυδαλλις
-
15 κορυδος
-
16 κορυδων
-
17 Κορυδαλλώ
-
18 κορυδαλλώ
κορυδαλλίςlark: masc gen sg (doric aeolic)κορυδαλλόςlark: masc gen sg (doric aeolic)——————κορυδαλλίςlark: masc dat sgκορυδαλλόςlark: masc dat sg -
19 Κορυδαλλοίς
-
20 Κορυδαλλοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κορυδαλλός — lark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυδαλλός — Στρουθιόμορφο πτηνό της οικογένειας των κορυδαλλιδών. Η επιστημονική του ονομασία είναι Alauda arvensis. Το μήκος του σώματός του φτάνει έως περίπου 12 εκ., ενώ η ουρά του έχει μήκος 8 εκ. Το φτέρωμά του είναι γκρίζο καφέ στο επάνω μέρος του… … Dictionary of Greek
κορυδαλλός — κορυδαλλίς lark masc nom sg κορυδαλλός lark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυδαλλός — I Αρχαίος δήμος της Αττικής που βρισκόταν, κατά τον Στράβωνα, στον λόφο του Κορυδαλλού, απέναντι από τη Σαλαμίνα. Ο δήμος αυτός ανήκε αρχικά στην Ιπποθοωντίδα φυλή και αργότερα στην Ατταλίδα. Οι κάτοικοί του ονομάζονταν Κορυδαλλείς. II Ονομασία… … Dictionary of Greek
κορυδαλλός — ο γένος πουλιών της οικογένειας των κορυδαλλιδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
КОРИДАЛЛ — • Κορύδαλλός, см. Attica, Аттика, 1 … Реальный словарь классических древностей
Κορυδαλλοῖς — Κορυδαλλός lark masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυδαλλοί — Κορυδαλλός lark masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυδαλλοῦ — Κορυδαλλός lark masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυδαλλῶ — Κορυδαλλός lark masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυδαλλῷ — Κορυδαλλός lark masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)