-
1 άλειμμα
-
2 ἄλειμμα
-
3 αλειμμα
1) мазь, масло, притирание Plat.2) растирание маслом, умащивание(ἀλείμματι ἰᾶσθαι τοὺς κόπους Arst.; ἄ. καὴ λουτρόν Plut.)
-
4 άλειμμα
-
5 άλειμμα
[ал им а] ουσ. о. мазь, жирΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άλειμμα
-
6 ἄλειμμα
-ατος τό N 3 1-0-1-1-0=3 Ex 30,31; Is 61,3; DnTh 10,3anything used for anointing, unguentCf. LE BOULLUEC 1989, 311 -
7 άλειμμα
[ал им а] ουσ ο мазь, жир. -
8 ἄλειμμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄλειμμα
-
9 ἄλειμμα
ἄ-λειμμα, Salbe, übh. Fett, Öl, womit man sich salbt; das Salben nach dem Bade -
10 άλειμμα
sürme, ovma -
11 περι-άλειμμα
περι-άλειμμα, τό, Anstrich, Tünche, Ios.
-
12 ἐπ-άλειμμα
ἐπ-άλειμμα, τό, das Daraufgeschmierte, Salbe.
-
13 ἐν-άλειμμα
ἐν-άλειμμα, τό, das Aufgeschmierte, die Salbe, Arist. Probl. 4, 2.
-
14 ὑπ-άλειμμα
ὑπ-άλειμμα, τό, Salbe zum Einschmieren, Sp.
-
15 πασ(σ)άλειμμα
τό1) поверхностная, лёгкая смазка; подмазывание; замазывание; обмазывание; 2) нанесение макияжа, подкрашивание (лица); 3) перен. поверхностные знания -
16 πασ(σ)άλειμμα
τό1) поверхностная, лёгкая смазка; подмазывание; замазывание; обмазывание; 2) нанесение макияжа, подкрашивание (лица); 3) перен. поверхностные знания -
17 αλιμμα
-
18 домазать
-мажу, -мажешь ρ.σ.μ.1. τελειώνω το άλειμμα• αλείφω ως.2. (απλ.) ξοδιάζω ως το τέλος στο άλειμμα. -
19 alimma
-
20 χρῖσμα
χρῖσμα, τό, vgl. χρῖμα, alles Aufgestrichene, Aufgetragene; bes. – a) aufgestrichene, eingeriebene, wohlriechende Salbe, Salböl, Xen. Conv. 2, 4 u. A.; das gew. Salböl ohne wohlriechenden Zusatz, z. B. der Ringer, sonst schlechtweg ἔλαιον; – ἄλειμμα war gew. auch wohlriechend, aber flüssiger als χρῖσμα (vgl. auch noch μύρον). – Uebh. Oel, Aesch. Ag. 94; – σύειον, Schweineschmalz, Xen. An. 4, 4,13. – b) Mittel zum Anstreichen, Farbe, Tünche, Anwurf von Gyps od. Kalk an Mauern und Wänden, Sp.
См. также в других словарях:
ἄλειμμα — anything used for anointing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλειμμα — το, ατος 1. το να αλείφει κανείς: Η μηχανή ήθελε άλειμμα με γράσο. 2. το υλικό με το οποίο αλείφει κανείς: Το άλειμμα ήταν χοιρινό λίπος. 3. δωροδοκία, λάδωμα: Έδωσε κάμποσα και για αλείμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek
αλειμματώνω — [άλειμμα] 1. καρυκεύω το φαγητό με λίπος 2. αλείφω ή λεκιάζω κάτι με λίπος 3. αλείφω 4. (για ζώα) παχαίνω … Dictionary of Greek
ἀλειμμάτων — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμμασι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμμασιν — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματα — ἄλειμμα anything used for anointing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματος — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράλειμμα — το (Μ κεράλειμμα) κηραλοιφή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + άλειμμα (< ἄλειμμα < ἀλείφω), πρβλ. επ άλειμμα, πασσ άλειμμα] … Dictionary of Greek