-
1 αλειμμα
1) мазь, масло, притирание Plat.2) растирание маслом, умащивание(ἀλείμματι ἰᾶσθαι τοὺς κόπους Arst.; ἄ. καὴ λουτρόν Plut.)
-
2 άλειμμα
-
3 άλειμμα
[ал им а] ουσ. о. мазь, жирΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άλειμμα
-
4 άλειμμα
[ал им а] ουσ ο мазь, жир. -
5 πασ(σ)άλειμμα
τό1) поверхностная, лёгкая смазка; подмазывание; замазывание; обмазывание; 2) нанесение макияжа, подкрашивание (лица); 3) перен. поверхностные знания -
6 πασ(σ)άλειμμα
τό1) поверхностная, лёгкая смазка; подмазывание; замазывание; обмазывание; 2) нанесение макияжа, подкрашивание (лица); 3) перен. поверхностные знания -
7 αλιμμα
-
8 διαβολη
ἥ тж. pl.1) ссора, вражда(πρός τινα Plut.)
2) неприязнь, нелюбовь, отвращение(πρὸς ἄλειμμα καὴ λουτρόν, τοῦ πάθους Plut.)
3) боязнь, страх(πρὸς τὸν θάνατον Plut.)
4) обвинение(διαβολαὴ ψευδεῖς Isocr.)
διαβολαῖς ταῖς ἐμαῖς Eur. — в силу выдвинутых мною обвинений5) ложное обвинение, клевета, наговор, тж. злословие(κατά τινος и πρός τινα Plut.)
ἐπὴ διαβολῇ Her. — клеветнически;δ. τοῦ λόγου Thuc. — клеветнический слух;6) дурная слава(ἥ ἐμέ δ. Plat.)
ἐν διαβολῇ γενέσθαι Lys. и ἐν διαβολαῖς εἶναι Polyb. — приобрести дурную славу или оказаться под подозрением -
9 εναλειμμα
См. также в других словарях:
ἄλειμμα — anything used for anointing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλειμμα — το, ατος 1. το να αλείφει κανείς: Η μηχανή ήθελε άλειμμα με γράσο. 2. το υλικό με το οποίο αλείφει κανείς: Το άλειμμα ήταν χοιρινό λίπος. 3. δωροδοκία, λάδωμα: Έδωσε κάμποσα και για αλείμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek
αλειμματώνω — [άλειμμα] 1. καρυκεύω το φαγητό με λίπος 2. αλείφω ή λεκιάζω κάτι με λίπος 3. αλείφω 4. (για ζώα) παχαίνω … Dictionary of Greek
ἀλειμμάτων — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμμασι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμμασιν — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματα — ἄλειμμα anything used for anointing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματος — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράλειμμα — το (Μ κεράλειμμα) κηραλοιφή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + άλειμμα (< ἄλειμμα < ἀλείφω), πρβλ. επ άλειμμα, πασσ άλειμμα] … Dictionary of Greek