-
61 συντήκω
A fuse into one mass, [πῦρ] συντῆκον τὴν γῆν Antipho Soph.30
; weld together,ὑμᾶς σ. καὶ συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτό Pl.Smp. 192d
; τὰ μόρια γόμφοις ς. Id.Ti. 43a;συμμιγνύειν καὶ σ. τὰς ψυχάς Plu.2.156c
.2 dissolve, liquefy,σ. καὶ διακρίνειν Thphr.CP6.13.2
; melt down,στέαρ PRev.Laws 50.17
(iii B.C.); consume,αὐτὰ ἑαυτά Arist.Long. 466b29
.3 metaph., cause to waste or pine away, (troch.);τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον Id.Med.25
.II [voice] Pass. συντήκομαι, [tense] aor. 1 συνετήχθην, [tense] aor. 2 συνετάκην [ᾰ]: intr. [tense] pf. [voice] Act. συντέτηκα:— to be fused into one mass,συγχυθέντων καὶ συντακέντων Plu.2.395c
;ᾠοῦ λέκιθος τούτοις.. διὰ μέλιτος.. συντακεῖσα Sor.2.13
;ἄλειμμα τὸ δι' ἐλαίου.., συντακέντος ὀλίγου κηροῦ Id.1.121
: metaph., c. dat., become absolutely one with..,γαμέτας συντηχθεὶς αὔραις.. ἀλόχοιο E.Supp. 1029
(lyr., dub.l.);κακὸς κακῷ συντέτηκε Id.Fr. 296
;ἀγαθὴ γυνὴ ἀνδρὶ συντέτηκε Id.Fr. 909.3
;συντακεὶς τῷ ἐρωμένῳ Pl.Smp. 192e
, cf. 183e.3 metaph., waste away,συντήκεσθαι ὑπὸ λιμοῦ Hp.VM11
, cf. Thphr.Od. 61(59), Sor.2.45, Gal.6.76; λύπαις, νόσῳ, E.El. 240, Or.34, cf. 283, Med. 689;πυρετοῖσι Aret.SD1.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντήκω
-
62 ἄλιππα
-
63 ὀνυχάλειμμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνυχάλειμμα
-
64 ἐνάλειμμα
ἐν-άλειμμα, τό, das Aufgeschmierte, die Salbe -
65 ἐπάλειμμα
ἐπ-άλειμμα, τό, das Daraufgeschmierte -
66 περιάλειμμα
περι-άλειμμα, τό, Anstrich, Tünche -
67 ὑπάλειμμα
ὑπ-άλειμμα, τό, Salbe zum Einschmieren -
68 χρῖσμα
χρῖσμα, τό, alles Aufgestrichene, Aufgetragene; (a) aufgestrichene, eingeriebene, wohlriechende Salbe, Salböl; das gew. Salböl ohne wohlriechenden Zusatz, z. B. der Ringer, sonst schlechtweg ἔλαιον; ἄλειμμα war gew. auch wohlriechend, aber flüssiger als χρῖσμα. Übh. Öl; σύειον, Schweineschmalz; (b) Mittel zum Anstreichen, Farbe, Tünche, Anwurf von Gips od. Kalk an Mauern und Wänden -
69 Liniment
subs.P. ἄλειμμα, τό; see Ointment.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Liniment
-
70 Ointment
P. ἄλειμμα, τό, ἀλοιφή, ἡ.Healing ointment: V. ἀλέξημα χριστόν (Æsch., P.V. 479).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ointment
-
71 Salve
subs.Ointment: P. ἄλειμμα, τό, ἀλοιφή, ἡ, P. and V. μύρον, τό, Ar. κηρωτή, ἡ.A healing salve: V. ἀλέξημα χριστόν (Æsch., P.V. 479).met., something that appeases: V. θελκτήριον, τό, μείλιγμα, τό.——————v. trans.met., appease: P. and V. κηλεῖν, θέλγειν (Plat. but rare P.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Salve
-
72 Unguent
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unguent
-
73 sürme
οδήγηση, πάλειψη, άλειμμα, επίχριση
См. также в других словарях:
ἄλειμμα — anything used for anointing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλειμμα — το, ατος 1. το να αλείφει κανείς: Η μηχανή ήθελε άλειμμα με γράσο. 2. το υλικό με το οποίο αλείφει κανείς: Το άλειμμα ήταν χοιρινό λίπος. 3. δωροδοκία, λάδωμα: Έδωσε κάμποσα και για αλείμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek
αλειμματώνω — [άλειμμα] 1. καρυκεύω το φαγητό με λίπος 2. αλείφω ή λεκιάζω κάτι με λίπος 3. αλείφω 4. (για ζώα) παχαίνω … Dictionary of Greek
ἀλειμμάτων — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμμασι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμμασιν — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματα — ἄλειμμα anything used for anointing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματος — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράλειμμα — το (Μ κεράλειμμα) κηραλοιφή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + άλειμμα (< ἄλειμμα < ἀλείφω), πρβλ. επ άλειμμα, πασσ άλειμμα] … Dictionary of Greek