-
41 вымазать
-ажу, -ажешь, προστκ. вымажи, κ. вымажь, ρ.σ.μ.1. (επ)αλείφω, (επι)χρίω.2. καταλερώνω, καταλεκιάζω, καταλιγδώνω, παταλασπώνω.3. (απλ.) ξοδεύω, καταναλώνω για άλειμμα.καταλερώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
42 замазка
-и θ.1. άλειμμα, βούλωμα με κολλώδη ουσία• στοκάρισμα.2. κολλώδης ουσία•оконная замазка ο στοκος.
-
43 мазанье
-я ουδ.άλειμμα, (επ)άλειψη. -
44 мазка
-и θ.άλειμμα, επάλειψη, χρίση, επίχριση. -
45 миропомазание
-я ουδ. (εκκλσ.) άλειμμα με μύρο. -
46 намазка
-и θ.1. άλειμμα.2. αλοιφή•фосфорная намазка φωσφορική αλοιφή.
-
47 намазывание
-я ουδ.άλειψη, άλειμμα. -
48 нанесение
-я ουδ.1. άλειψη, άλειμμα.2. (επι)σημείωση, σημάδεμα•нанесение болот на карте η σημείωση των βάλτων στο χάρτη.
3. προξένηση• нанесениеущерба προξένηση βλάβης.4. καταφορά•ударов καταφορά χτυπημάτων.
|| επιφορά•обиды (оскорбления) προσβολή.
-
49 насаливание
-
50 обмазка
-и θ.1. άλειψη, άλειμμα• επάλειψη πασσάλειμμα.2. αλοιφή, επίχρισμα. -
51 парафинирование
-я ουδ.άλειμμα με παραφίνη. -
52 подмазка
-и θ.1. άλειμμα ελαφρό.2. μτφ. λάδωμα, δωροδοκία. -
53 подсаливание
-я ουδ.πρόσθεση λίπους άλειμμα με λίπος.-я ουδ.αλάτισμα συμπληρωματικά ή λίγο. -
54 проклейка
-и θ.1. άλειμμα με κόλλα.2. η κόλλα.3. αντικείμενο αλειμμένο. -
55 промазка
-и θ.άλειμμα•промазка окон στοκάρισμα των παράθυρων.
-
56 смазка
-и θ.1. άλειμμα• λίπανση.2. αλοιφή, χρίσμα• λάδι, λίπος. -
57 смазочный
επ.για άλειμμα• για λίπανση•смазочный материал υλικό για άλλειμα•
-ое отверстие οπή λίπανσης.
|| ουσ. ουδ. -ое βλ. смазка (2 σημ.). -
58 κουβαρίς
A = ὄνος 111, Dsc.2.35 tit. [full] κουβηζός· στηβεύς, Hsch. [full] κουδριγάριον ἄλειμμα, = Lat. quadrigarium, charioteer's ointment, Hippiatr.130. [full] κουκᾶ· πάππων, ἢ κυκεῶνα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουβαρίς
-
59 περιάλειμμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιάλειμμα
-
60 συλλογίζομαι
A- ελογισάμην Pl.R. 618d
, al.; rarely - ελογίσθην ib. 531d: [tense] pf. - λελόγισμαι (v. infr.):—compute, reckon up,τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα Hdt.2.148
;ἕτερα σ. πρὸς τὸ κεφάλαιον Lys.32.22
;τὰς ἑορτὰς εἰς τὸν ἐνιαυτόν Pl.Lg. 799a
; ταῦτα πάντα ς. Id.Chrm. 160d; τὰ κατηγορημένα ἀπ' ἀρχῆς ς. recapitulate, D.19.177; τοὺς καιρούς, τὰς ὑποσχέσεις, ib.47;ἐκ τῶν εἰρημένων σ. καὶ συναγαγόντας τὸ κεφάλαιον Arist.Metaph. 1042a3
;μανθάνειν καὶ σ. τί ἕκαστον Id.Po. 1448b16
;τὰς χρείας Plb.1.44.1
;τὸ μέγεθος τοῦ τολμήματος Plu.Pomp. 60
;σ. ὅτι.. Pl.Lg. 670c
.II conclude from premisses, infer,τὰ συμβαίνοντα ἐκ τοῦ λόγου Id.Grg. 479c
, al.; σ. τί συμβαίνει ἐκ τῶν ὡμολογημένων ib. 498e;σ. περί τινος, ὅτι.. Id.R. 516b
;σ. περὶ [τῆς μήτρας], ὡς.. διαστελλομένης Gal.15.694
;σ. ἐξ αὐτῶν ποῖός τις.. Pl. R. 365a
;σ. ὀρθῶς τίνος εἵνεκα ἔπραττε D.18.172
;τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου Epicur.Nat.14.4
, cf. Phld.Rh.2.40S.: c. acc. et inf.,- σάμενος τὸ ἄλειμμα οὐκ ἄξιον ἔσεσθαι Inscr.Prien.112.57
(i B.C.);τὴν νόσον ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ἥξειν Sor.Vit.Hippocr.7
;τὸ.. αἷμα μὴ σεσῆφθαι Gal. 18(2).108
.2 in the Logic of Aristotle, infer by way of syllogism, infer syllogistically, σ. τὸ A κατὰ τοῦ B, A of B, APr.40b30; τὸ.. ἄκρον τῷ μέσῳ ς. ib.68b16;τινὰ ἔκ τινων Rh.1357a8
; σ. ὑπάρχειν τὸ Α τῷ B APo.79b30: [tense] pf. in pass. sense, οὗτος ὁ λόγος οὐ συλλελόγισται is not syllogistic, APr.42a39; συλλελογισμένα syllogistically concluded, opp. ἀσυλλόγιστα, Rh.1357a8.3 συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῖν ἕως.. he had planned not to.., Plb.14.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συλλογίζομαι
См. также в других словарях:
ἄλειμμα — anything used for anointing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλειμμα — το, ατος 1. το να αλείφει κανείς: Η μηχανή ήθελε άλειμμα με γράσο. 2. το υλικό με το οποίο αλείφει κανείς: Το άλειμμα ήταν χοιρινό λίπος. 3. δωροδοκία, λάδωμα: Έδωσε κάμποσα και για αλείμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek
αλειμματώνω — [άλειμμα] 1. καρυκεύω το φαγητό με λίπος 2. αλείφω ή λεκιάζω κάτι με λίπος 3. αλείφω 4. (για ζώα) παχαίνω … Dictionary of Greek
ἀλειμμάτων — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμμασι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμμασιν — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματα — ἄλειμμα anything used for anointing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματος — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράλειμμα — το (Μ κεράλειμμα) κηραλοιφή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + άλειμμα (< ἄλειμμα < ἀλείφω), πρβλ. επ άλειμμα, πασσ άλειμμα] … Dictionary of Greek