-
1 Αθυρ
-
2 ἀθυρμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθυρμάτιον
-
3 ἄθυρμα
A plaything, toy, Il.15.363, h.Merc.40: in pl., beautiful objects, adornments, Od. 18.323, Sapph.Supp. 20a.9; delight, joy, Ἀπολλώνιον ἄ., of a choral ode, Pi.P.5.23; ἀθύρματαΜουσᾶν, i.e. songs, B.Fr.33, cf. 8.87; ἀρηΐων ἀ. pastimes of Ares, i.e. battle, 17.57; ἁβρὸν ἄ., of a pet dog, IG14.1647, cf. 12(5).677.10 ([place name] Syros):— rare in Trag. and Com., E.Fr. 272, Cratin.145, Com.Adesp.839, Alcid. ap. Arist. Rh. 1406a9, b13; of a court-jester,ἄ. τοῦ βασιλέως J.AJ12.4.9
, cf. Philostr. V S1.8.3. -
4 ἀθύρω
Grammatical information: v.Meaning: `play, sport' (Il.)Other forms: only present.Derivatives: ἄθυρμα `plaithing, toy' (Il.), pl. also `adornments'. Deverbative ἀθυρεύεσθαι παίζειν, μιγνύειν, σκιρτᾶν H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Fron *ἀθυρ-yω. Compared with Lith. padùrmai `mit Ungestüm', Russ. durь `foolishness', PIE. *dʰu̯er(H)- `wirbeln, stürmen, eilen'. The ἀ- is not from the zero grade of *en `in'; a laryngeal gives the improbable form * h₂dʰuerH-.Page in Frisk: 1,29Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀθύρω
См. также в других словарях:
Αθύρ — Ο τρίτος μήνας του αιγυπτιακού ηλιακού ημερολογίου. Περιλαμβανόταν στην πρώτη τετραμηνία και αντιστοιχεί προς τη χρονική περίοδο από 28 Οκτωβρίου έως 26 Νοεμβρίου. Ο Πλούταρχος γράφει για τον μήνα αυτό ότι είναι σπόριμος. Το όνομά του προέρχεται… … Dictionary of Greek
Egyptian calendar — The ancient civil Egyptian calendar had a year that was 360 days long and was divided into 12 months of 30 days each, plus five extra days (epagomenae, from Greek ἐπαγόμεναι) at the end of the year. The months were divided into three weeks of ten … Wikipedia
Древнеегипетский календарь — Календарь Данные о календаре Тип календаря Солнечный, лунный, лунно солнечный Календарная эра Вставка високосов Другие календари Армелина · Армянский … Википедия
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
Αθώρ — I Μία από τις μεγάλες θεές του αρχαίου αιγυπτιακού πανθέου, γνωστή και ως Αθύρ. Προστάτευε τον έρωτα, τη χαρά, την ομορφιά, τη μουσική, το χορό και το τραγούδι. Ήταν θεά των ζωντανών αλλά και των νεκρών. Στους πρώτους έδινε τροφή από τους μαστούς … Dictionary of Greek