-
1 άγκιστρ'
-
2 ἄγκιστρ'
-
3 ἀγκιστρεία
ἀγκιστρ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκιστρεία
-
4 ἀγκιστρευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκιστρευτικός
-
5 ἀγκιστρεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκιστρεύω
-
6 ἀγκίστριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκίστριον
-
7 ἀγκιστρώδης
ἀγκιστρ-ώδης, ες,A = ἀγκιστροειδής, Plb.34.3.5, D.S.5.34, Str.1.2.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκιστρώδης
-
8 ἀγκιστρωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκιστρωτός
См. также в других словарях:
ἄγκιστρ' — ἄγκιστρα , ἄγκιστρον fish hook neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek