-
1 ἀγκιστρ ώδης
ἀγκιστρ ώδης, = ἀγκιστροειδής, Diod. Sic. 5, 34.
См. также в других словарях:
ἄγκιστρ' — ἄγκιστρα , ἄγκιστρον fish hook neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek