Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἄγε+νύν

См. также в других словарях:

  • ԱՅՍՈՒՀԵՏԵՒ — ( ) NBH 1 0095 Chronological Sequence: 12c մ. Յայսմ հետէ եւ առ յապա. հետեւաբար յայժմու ժամանակէ կամ յայսմ օրէ եւ անդր. ասկից էտեւ, ա՛լ. ... ἁπὸ τοῦ νῦν, λοιπόν a nunc, իբր ab hoc tempore, dehinc, deinceps, in posterum, de caetero *Մեռայց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ИАКОВА ПОСЛАНИЕ — в составе НЗ одно из Соборных Посланий, автором к рого традиционно считается Иаков, брат Господень. Текстология Текст Послания впервые засвидетельствован в папирусных фрагментах III в. P20 (включает Иак 2. 19 3. 2, 4 9), P23 (Иак 1. 10 12, 15 16) …   Православная энциклопедия

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԴ — I. ( ) NBH 1 0345 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c մ. ԱՐԴ կամ ԱՐԴ ԵՒՍ. (որ եւ յն. ա՛րդի.) ἅρτι, ἁρτίως, προσαρτίως , νῦν, νυνί, τανίν modo, nunc, nuper Այժմ. յարդի ժամանակի կամ ժամու. ʼի մօտոյ. նորոգ. հիմաշ հիմաճուկ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»