Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παύομαι

См. также в других словарях:

  • παύομαι — παύομαι, παύτηκα και παύθηκα βλ. πίν. 20 Σημειώσεις: παύω, παύομαι : με αόρ. έπαυσα και με παθητική φωνή έχει την ειδική έννοια → απολύω, απομακρύνω κάποιον από θέση εργασίας, αξίωμα κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παύομαι — παύω make to end pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • Deponens — Ein Deponens (pl. Deponentien oder verba deponentia; v. lat.: dēpōnere = ablegen, weglegen) ist ein Verb, welches nur in Passivformen existiert, dabei aber aktive Bedeutung hat. Seine passive Bedeutung hat es nach antiker Sichtweise bildlich… …   Deutsch Wikipedia

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • συναποπαύομαι — Α παύομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποπαύομαι «παύω, τελειώνω»] …   Dictionary of Greek

  • παύω — παύω, έπαψα και έπαυσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 Σημειώσεις: παύω, παύομαι : με αόρ. έπαυσα και με παθητική φωνή έχει την ειδική έννοια → απολύω, απομακρύνω κάποιον από θέση εργασίας, αξίωμα κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ԴԱԴԱՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0590 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 12c չ. παύομαι, ἁναπαύομαι, καταπαύομαι cesso, desino, sedo, quiesco Դար եւ դադար առնուլ. զկայ առնուլ. հանգչել. հանդարտել. լռել. կասիլ, դադրիլ. ... *Դադարել ի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԱՆԳՉԻՄ — (գեայ, գի՛ր, գուցեալ.) NBH 2 0038 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c, 11c, 13c παύομαι, ἁναπαύομαι, καταπαύομαι requiesco κοιμαίω dormio, cubo αὑλίζομαι maneo, diversor եւն. (լծ. անկանիլ, ընկողմանիլ. եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»