-
1 μοναγρία
μον-αγρία, ἡ,A solitary field, farm, Ph.2.4, Alciphr.2.2:—also [suff] μον-άγριον, τό, Ph.2.474 codd., v.l. in ib.4, Jahresh.23 Beibl. 93 ([place name] Pamphylia).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναγρία
-
2 μοναυλία
------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναυλία
-
3 μονώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονώτης
-
4 μόνωτος
μόν-ωτος, ον,A = μονούατος, Polem.Hist.60, BCH35.286 (Delos, ii B. C.):—[var] Dim. [suff] μον-ώτιον, victine (sic), Gloss.II = μόναπος, Antig.Mir.53 cod.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόνωτος
-
5 μονάγκων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονάγκων
-
6 μοναδελφία
μον-ᾰδελφία, ἡ,A possession of only one brother, Cat.Cod.Astr.6.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναδελφία
-
7 μονάδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονάδην
-
8 μοναδιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναδιαῖος
-
9 μοναδικός
A consisting of abstract units,μ. τοὺς ἀριθμοὺς πάντες τιθέασι, πλὴν τῶν Πυθαγορείων Arist.Metaph. 1080b30
; μ. ἀριθμός abstract number, Id.EN 1131a30, cf. Metaph. 1092b20. Adv. -κῶς Ph.2.19
, Plu.2.744e.IV Gramm., having a single form, μ. κατὰ τριγένειαν having one termination for all three genders, A.D.Adv.141.24, cf. Pron.11.29; μ. ἐγκλιτικαί, of σφε and μιν, Id.Synt.169.20; τὸ μ. indeclinability, ib.33.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναδικός
-
10 μοναδισμός
μον-ᾰδισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναδισμός
-
11 μοναδιστί
μον-ᾰδιστί, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναδιστί
-
12 μοναδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναδόν
-
13 μονάζω
A to be alone, AP5.65 (Rufin.); live in solitude,στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματι LXX Ps.101(102).7
, cf. Iamb.VP3.14; μ. ἐν ταῖς ἐρημίαις ib.35.253.2 Gramm., of words, to be a solitary instance, Hdn.Gr.2.913.3 trans., individualize, Eust.349.35:—[voice] Pass., to be made one,τῇ συμφυΐᾳ Id.1321.28
.II ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα unity multiplied into itself, Iamb.in Nic.p.60 P. -
14 μονάκανθος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονάκανθος
-
15 μοναλκής
μον-αλκής· ἐξέχουσα, ἀνδρωδεστάτη, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναλκής
-
16 μονάλυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονάλυσις
-
17 μοναμπυκία
μον-αμπῠκία, ἡ,A = μονάμπυξ, abstract for concrete, Pi. O.5.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναμπυκία
-
18 μονάμπυξ
A having one frontlet, μονάμπυκες πῶλοι horses that run single, race-horses, opp. chariots, E. Alc. 428; μονάμπυκες alone, Id.Supp. 586, 680; of a bull, having no yoke-fellow, μονάμπυκος (- ον codd.)ψήχων δέρην Id.Hel. 1567
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονάμπυξ
-
19 μονανδρέω
A to have but one husband, Anon. ap. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονανδρέω
-
20 μόνανδρος
μόν-ανδρος, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόνανδρος
См. также в других словарях:
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μον' — (Μ μον ) επίρρ. βλ. μόνος … Dictionary of Greek
ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… … Православная энциклопедия
АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… … Православная энциклопедия
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
πολύφαμον — πολύφᾱμον , πολύφαμος masc/fem acc sg πολύφᾱμον , πολύφαμος neut nom/voc/acc sg πολύφᾱμον , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem acc sg (doric) πολύφᾱμον , πολύφημος abounding in songs and legends neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίδαμον — ἐπίδᾱμον , ἐπίδαμος masc/fem acc sg ἐπίδᾱμον , ἐπίδαμος neut nom/voc/acc sg ἐπίδᾱμον , ἐπίδημος at home masc/fem acc sg (doric) ἐπίδᾱμον , ἐπίδημος at home neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕτοιμον — ἕτοῑμον , ἑτοῖμος at hand masc acc sg (attic) ἕτοῑμον , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg (attic) ἕτοῑμον , ἑτοῖμος at hand masc/fem acc sg (attic) ἕτοῑμον , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴφθιμον — ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout masc acc sg ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout neut nom/voc/acc sg ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout masc/fem acc sg ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόδαμον — ὁμόδᾱμον , ὁμόδαμος masc/fem acc sg ὁμόδᾱμον , ὁμόδαμος neut nom/voc/acc sg ὁμόδᾱμον , ὁμόδημος of the same people masc/fem acc sg (doric) ὁμόδᾱμον , ὁμόδημος of the same people neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГРИГОРИЯ ПРЕПОДОБНОГО МОНАСТЫРЬ — [Григориaт; греч. ῾Ιερὰ Μονὴ Γρηϒορίου], во имя свт. Николая Чудотворца общежительный муж. мон рь. Расположен на юго зап. побережье п ова Афон (Айон Орос), в устье потока Хрeндели, на невысокой (до 20 м) прибрежной скале, между мон рями… … Православная энциклопедия