-
1 μονούατος
μονούᾰτος, ον,A one-eared, with one handle, AP5.134.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονούατος
-
2 μονούατε
μονούατοςone-eared: masc /fem voc sg -
3 μόνωτος
μόν-ωτος, ον,A = μονούατος, Polem.Hist.60, BCH35.286 (Delos, ii B. C.):—[var] Dim. [suff] μον-ώτιον, victine (sic), Gloss.II = μόναπος, Antig.Mir.53 cod.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόνωτος
См. также в других словарях:
μονούατος — μονούατος, ον (Α) (για λαγήνι) μόνωτος*, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχ ούατος, χρυσ ούατος] … Dictionary of Greek
μονούατε — μονούατος one eared masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek