-
1 μουναδόν
μουναδόνindeclform (adverb) -
2 μουναδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουναδόν
-
3 μοναδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναδόν
См. также в других словарях:
μουναδόν — (Α) επίρρ. κατά έναν μόνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. τού μόνος* + επιρρμ. κατάλ. αδόν / ηδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] … Dictionary of Greek
μουναδόν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδόν — και ιων. τ. μουναδόν (Α) επίρρ. μονάδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] … Dictionary of Greek