Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁδονά

См. также в других словарях:

  • ἁδονᾷ — ἁ̱δονᾷ , ἡδονή enjoyment fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδονά — ἁ̱δονά̱ , ἡδονή enjoyment fem nom/voc/acc dual (doric) ἁ̱δονά̱ , ἡδονή enjoyment fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»