-
1 ψευδής
ψευδήςlying: masc /fem acc pl (attic epic doric)ψευδήςlying: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
2 ψευδῆς
ψευδήςlying: masc /fem acc pl (attic epic doric)ψευδήςlying: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
3 ψευδής
ψευδής, ές, lügend, lügenhaft; Il. 4, 235; täuschend, λόγοι Hes. Th. 229; μῦϑοι Aesch. Prom. 688; τοὺς ϑεοὺς ψευδεῖς τίϑης Soph. Phil. 980; Ant. 653; Eur. Or. 1608 u. öfter; – pass. erlogen, falsch, unwahr; Her. 1, 117; οὐ ψευδῆ λέγω Aesch. Ag. 611, wie Soph. Phil. 100 u. öfter; Eur. u. in Prosa: λόγος ψ., im Ggstz von ἀληϑής, Plat. Crat. 385 b; ὀρϑὴ ἢ ψευδὴς δόξα Theaet. 161 d; τὸ ψευδῆ ἔχειν δόξαν καὶ ἐψεῦσϑαι περὶ τῶν πραγμάτων Prot. 358 c, u. öfter; – betrogen, getäuscht, Eur. I. A. 852 u. Sp.; – att. superl. ψευδίστατος, E. M., der Erzlügner, Erzbetrüger. – Adv. ψευδῶς, z. B. λέγω, Eur. I. T. 1309; προςποιεῖσϑαι Thuc. 1, 137.
-
4 ψευδής
ψευδής, ές (ψεύδομαι; Hom.+) pert. to being contrary to the truth, false, lyingⓐ of persons (Thu. 4, 27, 4 al.; Jos., Ant. 18, 299) Ac 6:13 (cp. Pr 19:5, 9 μάρτυς ψ.; Mel., P. 79, 573); Rv 2:2. Also of the human spirit Hm 3:2. Subst. liar (Pla., Hipp. Min. 365d; 367a; Sir 34:4; AscIs 3:10) Rv 21:8.—JPilch, Lying and Deceit in the Letters to the Seven Chruches, Perspectives fr. Cultural Anthropology: BTB 22, ’92, 126–35.ⓑ of things λόγος (Phalaris, Ep. 130; Maximus Tyr. 27, 8d; IG I2, 700 λόγοι ἄδικοι ψευδεῖς; En 98:15; Philo, Mut. Nom. 248; Jos., Ant. 13, 292; Just., D. 8, 3; Ath. 30, 3) D 2:5. ὅρκος ψευδής a false oath B 2:8 (Zech 8:17). ἃ ἐλάλησας ψευδῆ Hm 3, 5.—DELG s.v. ψεύδομαι B. M-M. TW. -
5 ψευδης
I21) ложный, обманчивый(μῦθοι Aesch.; ὄνειροι Eur.; ὅρκοι Plat.; χρησμοί Luc.)
δόξα ψ. Xen. — ложная слава, Plat., Plut. ложное мнение;2) неверный, ошибочный(τιμωρία Plat.)
ψ. λόγος Arst. — ошибочное (ложное) умозаключение3) лживый(λόγοι Hes., Soph.; μάρτυρες NT.)
ἐπὴ ψευδέα ὁδὸν τραπέσθαι Her. — стать на путь лжи;ψ. δόσις Eur. — лживо обещанный дар4) обманутыйψ. γενομένη καὴ παθοῦσ΄ ἀνάξια Eur. — обманутая и оскорбленная
IIψευδῆ ἑαυτὸν καθιστάναι Soph. — показать себя лжецом;
ψευδῆ τινα ἀποδεικνύναι Plat. — изобличить кого-л. во лжи;ψευδῆ φαίνεσθαι Thuc., Xen., Plat. — быть обличенным во лжи, оказаться лжецом - см. тж. ψευδές -
6 ψευδής
ψευδήςlying: masc /fem nom sg -
7 ψευδής
1 false, unreal πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν (as a result of wine-drinking) fr. 124. 7. -
8 ψευδής
Aψεῦδος 111
; it is found in later Gr., OGI669.54 (Egypt, i A.D.), Palaeph.6, al., Gal.18(2).782); gen. sg.ψευδοῦς Id.15.168
; old [dialect] Att. acc. pl.ψευδᾶς IG12.700
: ([etym.] ψεύδομαι):— lying, false, untrue, of things, opp.ἀληθής, ψ. λόγοι Hes.Th. 229
; , E.Hipp. 1288 (anap.); τρέπεσθαι ἐπὶ ψευδέα ὁδόν to betake oneself to falsehood, Hdt.1.117; ψ. κατηγορία, αἰτίαι, false charges, Aeschin.2.183, Isoc. 15.138, Plb.5.41.3; ; , Cra. 385b: ψ. λόγοι are also fallacies, in Logic, Arist.Top. 162b3 sqq.; ἥδε ἡ ψ. οὐσία this unreal Being (sc. the world of sense), Plot.5.8.9: irreg. [comp] Sup.ψευδίστατος, εἴδη Ael.VH14.37
.2 of persons, lying, false, and as Subst., liar, (only here in Hom.; perh. ψεύδεσσι from ψεῦδος is the true accent; so Hermappias ap.Hdn.Gr.2.45 against Aristarch. and Ptol.Asc. ibid.);τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης S. Ph. 992
, cf. Ant. 657;ψ. ἔφυς E.Or. 1608
; ψ. φανήσεσθαι to be detected in falsehood, Th.4.27, cf. Pl.Tht. 148b;Κριτίαν ψευδῆ ἐπιδείξω Id.Chrm. 158d
: irreg. [comp] Sup. arrant liar,EM
110.29, cf. Eust.1441.25.3 τὰ ψευδῆ falsehoods, lies,οὐ ψευδῆ λέγω A.Ag. 625
, cf. Antipho 1.10, etc.; ;τινὰς ψ. διαβάλλειν Ar.Eq.64
;ψευδῶν συγκολλητής Id.Nu. 446
(anap.).4 ψευδέων ἀγορή, in Hp.Epid.3.1. ή, ιβ, said to be a name of the monkey-market, perhaps as being villanous counterfeits of humanity.II [voice] Pass., beguiled, deceived, E.IA 852. -
9 ψευδής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ψευδής
-
10 ψευδής
ψευδής, ές, lügend, lügenhaft; täuschend; pass. erlogen, falsch, unwahr; betrogen, getäuscht; superl. ψευδίστατος, der Erzlügner, Erzbetrüger -
11 ψευδής
-ής,-ές + A 2-9-44-31-23=109 Ex 20,16; Dt 5,20; Jgs 16,10; Jgs 16,13lying, false (of pers.) Prv 21,28; false Ex 20,16; untrue Tob 3,6; vain Ps 32(33),17; (ὁ) ψευδής liar Prv 28,6; ψευδῆ false things, lies Jgs 16,10ἄνθρωπος ψευδής liar Sir 20,26*Jer 6,6 (πόλις) ψευδής the lying (city)-קרשׁה (העיר) for MT הפקד (העיר) (the city) to be visitedCf. BARTHÉLEMY 1986 504-505(Jer 6,6); DODD 1954, 79; →NIDNTT; TWNT -
12 ψευδής
{прил., 3}ложный, обманчивый, лживый; как сущ. лжец.Ссылки: Деян. 6:13; Откр. 2:2; 21:8. LXX: 8267 (רקֶשֶׁ), 7723 (אוְָשׁ), 3577 (בָזָכּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψευδής
-
13 ψευδής
{прил., 3}ложный, обманчивый, лживый; как сущ. лжец.Ссылки: Деян. 6:13; Откр. 2:2; 21:8. LXX: 8267 (רקֶשֶׁ), 7723 (אוְָשׁ), 3577 (בָזָכּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψευδής
-
14 ψευδής
ης, ες см. ψεύτικος -
15 ψευδής
ложный, обманчивый, лживый; как сущ. лжец; LXX: (שֶׂקֶר), (שָׂוְא), (כָּזָב).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψευδής
-
16 ψεύδης
ψεύ̱δης, ψεῦδιςmasc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
17 ψευδής
лживый, ложный -
18 ψευδής
[псэвдис] εκ. ложный, фальшивый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψευδής
-
19 ψευδής
[псэвдис] επ ложный, фальшивый. -
20 ψευδής
1) false2) untrueΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ψευδής
См. также в других словарях:
ψευδῆς — ψευδής lying masc/fem acc pl (attic epic doric) ψευδής lying masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδής — lying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδής — ές, ΝΜΑ (για πράγμ.) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αναληθής ή ανύπαρκτος, ψεύτικος (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ανειλικρινής, προσποιητός, υποκριτικός (α … Dictionary of Greek
ψευδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ψεύτικος, μη πραγματικός: Η πληροφορία σου ήταν ψευδής. 2. ανειλικρινής: Του έδωσε ψευδή υπόσχεση. 3. τεχνητός, όχι φυσικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψευδής καταμήνυση — Είναι το έγκλημα που προβλέπεται από το άρ. 229 ΠΚ. Το έγκλημα συνίσταται στο ότι καταγγέλει κάποιος στις αρχές ή υποβάλλει μήνυση σε βάρος ενός άλλου όπου αναφέρει ότι δήθεν διέπραξε μια αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με τον σκοπό να… … Dictionary of Greek
ψεύδης — ψεύ̱δης , ψεῦδις masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμήνυση, ψευδής — (Νομ.). Το αδίκημα της αναγγελίας ή της έγκλησης σε βάρος τρίτου για δήθεν διάπραξη από μέρους του αξιόποινης πράξης ή εκτέλεσης ή παράλειψης άλλων πράξεων (για παράδειγμα, υποβολή, αλλοίωση ή απόκρυψη αποδεικτικού μέσου), οι οποίες τον καθιστούν … Dictionary of Greek
ψευδῆ — ψευδής lying neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ψευδής lying masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ψευδής lying masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδέστερον — ψευδής lying adverbial comp ψευδής lying masc acc comp sg ψευδής lying neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδεῖ — ψευδής lying masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ψευδής lying masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδεῖς — ψευδής lying masc/fem acc pl ψευδής lying masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)