-
1 φυλακτός
φυλακτόςcapable of being preserved: masc nom sg -
2 φυλακτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακτός
-
3 φυλακτά
φυλακτόςcapable of being preserved: neut nom /voc /acc plφυλακτά̱, φυλακτόςcapable of being preserved: fem nom /voc /acc dualφυλακτά̱, φυλακτόςcapable of being preserved: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 φυλακτόν
φυλακτόςcapable of being preserved: masc acc sgφυλακτόςcapable of being preserved: neut nom /voc /acc sg -
5 φυλακτή
φυλακτόςcapable of being preserved: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 φυλακτής
-
7 φυλακτῆς
-
8 φυλακτώ
-
9 φυλακτῷ
-
10 φυλακτώς
-
11 φυλακτῶς
-
12 δυσδιαφύλακτος
A v. δυσδιάφευκτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσδιαφύλακτος
-
13 δυσφύλακτος
A hard to guard,δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνή Alex.339
; of a city, Plb. 2.55.2;πλοῦτος Str.9.3.8
;ἀρχή D.C. 56.33
.II hard to keep off or prevent, , cf. Andr. 728; hard to guard against or avoid,τενάγη Str.11.4.2
;τὸ οἰδεῖν -ότατον Longin.3.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσφύλακτος
-
14 ἀειφύλακτος
ἀει-φύλακτος, ον,A gloss on ἀείφρουρος, Sch.Opp.H.4.189.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειφύλακτος
-
15 ἀπαραφύλακτος
A not to be guarded against, Sch.Il.11.297.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαραφύλακτος
-
16 ἀπροφύλακτος
2 unguarded, Opp.H.5.106.II [voice] Act., using no precautions, Hld.6.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροφύλακτος
См. также в других словарях:
φυλακτός — capable of being preserved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτός — ή, όν, Α [φυλάσσω] 1. αυτός που μπορεί να περιφρουρηθεί, να προστατευτεί («φυλακτὸν ἡ ὑγεία», Αλέξ. Αφρ.) 2. αυτός τον οποίον αξίζει κανείς να φυλάγει, να προσέχει, αξιόλογος … Dictionary of Greek
φυλακτά — φυλακτός capable of being preserved neut nom/voc/acc pl φυλακτά̱ , φυλακτός capable of being preserved fem nom/voc/acc dual φυλακτά̱ , φυλακτός capable of being preserved fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτόν — φυλακτός capable of being preserved masc acc sg φυλακτός capable of being preserved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτῆς — φυλακτός capable of being preserved fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτή — φυλακτός capable of being preserved fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτῶς — φυλακτός capable of being preserved adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτῷ — φυλακτός capable of being preserved masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφύλακτος — I (; – 843). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και επίσκοπος Νικομήδειας. Με προτροπή του πατριάρχη Ταρασίου μόνασε στον Πόντο και μετά από επιτυχή δοκιμασία χειροτονήθηκε μητροπολίτης. Διακρίθηκε για τη μεγάλη φιλανθρωπική του δραστηριότητα.… … Dictionary of Greek
ευφύλακτος — εὐφύλακτος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «εὐφύλακτος ἡ καρδία» η καρδιά είναι καλά προφυλαγμένη, Αριστοτ. β. «εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῡ ἀέρος» το νερό συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, Αριστοτ.) 2. φρ. α) «εὐφύλακτός … Dictionary of Greek
καιροφυλακτώ — (AM καιροφυλακτῶ, έω) περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καιροσκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + φυλακτῶ (< φύλακτος < φυλάσσω), πρβλ. α φυλακτώ, τειχο φυλακτώ] … Dictionary of Greek